Είναι καθημερινό θέμα συζήτησης, πολιτικό και όχι μόνο. Η ανυπαρξία της αριστεράς στη δημόσια σκηνή και η εκλογική -και πολιτική- της εξαέρωση προβληματίζει, προκαλεί απορίες και αμηχανία. Δεν είναι φαινόμενο που αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά και τον δυτικό κόσμο συνολικά. Προκαλεί αμηχανία, ιδίως στην ίδια την αριστερά αλλά και στο σύνολο του δημοκρατικού κόσμου που διατηρεί μια καλή επαφή με τον ορθολογισμό, δηλαδή την αποδοχή των επιστημονικών πορισμάτων, την αποστροφή προς τη ρητορική του μίσους και την προσπάθεια κατανόησης του κόσμου στη βάση του αιτίου και του αιτιατού και όχι της συνωμοσιολογίας.
Δεν θέλω να αναλωθώ στην αναφορά στοιχείων από εκλογές ή δημοσκοπήσεις. Είναι σαφής η απώλεια του πρωταγωνιστικού ρόλου ή όποιου άλλου καίριου από την αριστερά στη Δύση, ιδιαίτερα μετά και την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2019. Και στην πολιτική αφάνεια έχει περάσει σε μεγάλο βαθμό και η κεντροαριστερά.
Θα πει κανείς ότι στη Γαλλία ο συνασπισμός της αριστεράς έφραξε τον δρόμο στον Μπαρντελά και τις επικίνδυνες ιδέες του. Είναι αλήθεια αυτό, είναι ωστόσο μισή αλήθεια. Και, κάποιες φορές, οι μισές αλήθειες είναι πιο επικίνδυνες από το ψέμα, καθώς λειτουργούν ως ένα πέπλο συγκάλυψης της πραγματικότητας και μια μέθοδος εκούσιου ή ακούσιου αποπροσανατολισμού. Και το γράφω αυτό, γιατί πιστεύω ότι η αριστερά σχετίζεται με το νεωτερικό, το ριζοσπαστικό σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, κάτι που ουδόλως χαρακτηρίζει τον Μελανσόν και το συνονθύλευμά του, το οποίο στηρίζει ανοικτά την Χαμάς, εκφράζοντας παράλληλα μια ρητορική μίσους προς του εβραίους της Γαλλίας, υποστηρίζει τον Πούτιν και την εισβολή του στην Ουκρανία, ενώ διατυπώνει κάτι παλαβιάρικες ιδέες για φορολόγηση 90% των κερδών όσων έχουν τζίρο πάνω από 40000 ευρώ μηνιαίως… Είναι όντως κι αυτός μια εκδοχή της αριστεράς, αυτής ωστόσο που επιμένει στην παράλογη συνθηματολογία και που αδυνατεί να αντιληφθεί τον κόσμο που διαμορφώθηκε μετά την πτώση του τείχους και τους σύγχρονους διαχωρισμούς του.
Επιστρέφουμε λοιπόν στο καίριο πρόβλημα: γιατί η αριστερά καταβαραθρώνεται; Οι απαντήσεις δίνονται, τόσο από αναλυτές όσο και από την ίδια την αριστερά αλλά και την πλευρά τού φιλελεύθερου κέντρου, που βλέπει με προβληματισμό επίσης αυτήν την απότομη αλλαγή συσχετισμών, η οποία, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, καθόλου δεν το εξυπηρετεί. Αξίζει, όμως, κανείς να δώσει προσοχή στο τι λέει η ίδια η αριστερά, φανερά ή κρυφίως. Εδώ δεν θα αναφερθώ στο ΚΚΕ, το οποίο δεν θεωρώ μια φωνή της σύγχρονης πολιτικής σκηνής όσο έναν ξεψυχισμένο ήχο από μια βραχνή ντουντούκα προερχόμενη από ένα απόκοσμο παρελθόν και έναν λόγο μιας παλοκαιρισμένης και ξεθωριασμένης εφημερίδας.
«Φταίνε τα συμφέρονται και η ατζέντα που προωθούν ως κυρίαρχη στην κοινωνία» ακούς κάποιες φορές. «Φταίει η πολιτική τού νεοφιλελευθερισμού που αλώνει συνειδήσεις». «Φταίει η λογική τού μονόδρομου, της περίφημης ΤΙΝΑ, που επέβαλε στον λόγο κάποτε η Θάτσερ». Εδώ προκύπτει ένα λογικό πρόβλημα, βέβαια. Αν όντως η κριτική της αριστεράς είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, γιατί δεν ανασυντάσσεται; Γιατί η κοινωνία που πέφτει θύμα της ιδιοτελούς αυτής πολιτικής των διαφόρων κέντρων δεν καλοβλέπει τα όσα η αριστερά προτείνει, παρά την ωθεί όλο και περισσότερο προς την εξαΰλωση; Υπάρχει και μια άλλη κριτική, όχι πολύ αριστερή, αλλά ακούγεται. «Φταίει ο κόσμος που είναι ____ (συμπληρώστε εδώ όποιο κοσμητικό επίθετο σάς έρχεται πρώτο)». Κάπου εδώ φαίνεται ότι η αριστερά χάνει την επαφή με την κοινωνία ακόμα και με τον ίδιο τον -πάλαι ποτέ- εαυτό της. Η αριστερά, που κάποτε δόμησε ιδέες που διαμόρφωσαν ένα κοινωνικό κράτος, πλέον παράγει κατά βάση ρητορικές κοινοτοπίες και διχαστικό λόγο, ελιτιστικό αλλά χωρίς ουσία, ξύλινο και απωθητικό, συνθηματικό.
Ίσως κάπου εδώ πρέπει να προβληματιστεί γιατί στην κριτική της σπάνια αποδίδει ευθύνες στην ίδια. Και δεν θα μείνω στα όσα ήδη ανέφερα, αλλά στην αδυναμία της να προσαρμοστεί στα νέα κοινωνικά δεδομένα, τα οποία παράγουν νέες μορφές ιδεολογίες ή αναδιαμορφώνουν τις υφιστάμενες. Η κοινωνία έχει αλλάξει και αυτό σημαίνει ότι η ίδια η κοινωνική της βάση, η οικονομική της λειτουργία αλλά και το εποικοδόμημά της δεν μπορούν να ερμηνεύονται με μαρξιστικούς όρους και εργαλεία δύο αιώνων πριν. Η αριστερά αντιμετωπίζει τον όρο «ιδεολογία» ως κάτι το αιώνιο και το άφθαρτο, ξεχνώντας ότι είναι ένα ανθρώπινο δημιούργημα φθαρτό και εξελίξιμο συνάμα. Ναι, κάποιες μορφές της ιδεολογίας έχουν παρέλθει και αυτό είναι καλό να το αντιληφθούμε σήμερα.
Αν ρωτήσεις την πλειονότητα των εφήβων και των νέων σήμερα τι περιέχει ο όρος «ιδεολογία» οι απαντήσεις που θα πάρεις εκπλήσσουν. Ελάχιστοι θα κάνουν λόγο για τις τάξεις και την πάλη τους, τους όρους παραγωγής, την υπεραξία και τον καπιταλισμό ή τον σοσιαλισμό. Αντίθετα, θα προτάξουν ζητήματα όπως η διαφορετικότητα και ο σεβασμός προς αυτήν σε κάθε της εκδοχή, ο ρατσισμός, το περιβάλλον, τα ατομικά δικαιώματα και δεδομένα, ο κόσμος του Ίντερνετ και οι ευκαιρίες που προσφέρει, η καριέρα -ναι, η καριέρα- και η τεχνητή νοημοσύνη. Αυτά είναι τα προτάγματα, κάποια από τα οποία περιέχονται στη σύγχρονη woke κουλτούρα που τόσο λοιδορείται και υποτιμάται, ωστόσο έχει πολύ γερές ρίζες στην κοινωνική πραγματικότητα -και αυτός είναι ο λόγος που ξεπηδούν κινήματα τέτοιας μορφής, ασύντακτα ακόμα, όπως κάθε τι το νεογέννητο, ωστόσο δυναμικά. Δεν υπονοώ ότι τα ζητήματα που αποτελούν τους επικοινωνιακούς φάρους τής αριστεράς δεν υπάρχουν σήμερα και δεν αφορούν τους νέους και τις νέες, ωστόσο πρέπει να αποκτήσουν μια νέα ταυτότητα και περιεχόμενο, ώστε να μπορούν να προσαρμοστούν στη σύγχρονη οικονομική λειτουργιά και κοινωνική δομή. Η αμφισβήτησή της μόνο αποξένωση μπορεί να αποφέρει και περιθωριοποίηση από την κοινωνική βάση στην οποία φιλοδοξεί να απευθυνθεί η αριστερά εκ νέου πλέον στον δυτικό κόσμο. Το θεωρώ ζήτημα πολιτικής επιβίωσης.
Ανέφερα πριν ότι το υπαρξιακό πρόβλημα της αριστεράς είναι ένα ζήτημα για το φιλελεύθερο κέντρο αλλά και για τον κόσμο του ορθολογισμού. Και αυτό γιατί κάθε πολιτική δύναμη χρειάζεται έναν αντίπαλο συνομιλητή, έναν άλλον πόλο που θα συμβάλει σε μια ζύμωση πολιτικών ιδεών και κοινωνικών πρακτικών. Σήμερα τέτοιος δεν υπάρχει, αντίθετα αναδύεται ένας μη πολιτικός πόλος, αυτός της φοβικής και εξωλογικής δεξιάς. Αυτή, έστω και ως δέσμια των φοβιών και του συντηρητικής παρόρμησης παραλογισμού της, ανταποκρίνεται στα θέματα που εγείρει το woke κίνημα διά του συνωμοσιολογικού της λόγου, μέσα από τον οποίο απορρίπτει κάθε τι το κοινωνικά καινοτόμο και φιλελεύθερο. Ακόμα και έτσι, όμως, λειτουργεί ως πολιτικός χώρος έλξης και έκφρασης όλων όσοι απορρίπτουν τα σύγχρονα κοινωνικά ρεύματα. Το κακό είναι αυτού του τύπου τα κόμματα δεν αποτελούν πολιτικούς φορείς, δεν μπορείς να συνομιλήσεις μαζί τους. Με ουρλιαχτά, θρησκόληπτη ρητορεία, αντιεπιστημονικό λόγο, πατριδεμπόριο και ανακάλυψη φανταστικών εχθρών δεν μπορείς να περιμένεις κάτι το κοινωνικά γόνιμο.
Η άνοδος της παράλογης δεξιάς αντιμετωπίζεται και αυτή από την αριστερή ανάλυση ως αίτιο. Ωστόσο, δεν αποτελεί αίτιο αλλά σύμπτωμα. Το γιατί βέβαια τέτοιες περιθωριακές φωνές ανεβαίνουν στο προσκήνιο, εκτοπίζοντας την ορθολογική αριστερά, είναι κάτι που η ίδια οφείλει να απαντήσει. Ξεκινώντας από μια σκληρή αυτοκριτική και εκτοπίζοντας από το περιεχόμενο του λόγου της την γκρίνια και τη φοβικότητα, οι οποίες, όπως φαίνεται, αποτέλεσαν σπόρο για να θεριέψουν πολιτικά παράσιτα. Μερίδιο ευθύνης εδώ φέρει μεγάλο και η ίδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου