Όταν, μετά από καιρό, προκύπτει ένα πρωινό ελεύθερο, έχεις πολλά πράγματα να κάνεις. Δουλειές στο σπίτι που έχουν μείνει στη μέση, δουλειές εξωτερικές, δουλειές που αφορούν την κυρίως δουλειά σου.. Όμως μια βόλτα στον φούρνο μπορεί να ανατρέψει τον οποιοδήποτε χαλαρό προγραμματισμό. Ειδικά αν σου έχει λείψει η βόλτα, ή, μάλλον καλύτερα, ο περίπατος στον αστικό ιστό.
Είναι Απρίλης, αρχές, μα η άνοιξη επιμένει να μην εμφανίζεται. Συννεφιά, δροσερό αεράκι, στον δρόμο μια κοπέλα μιλάει στο τηλέφωνο για τα ακαθάριστα οικόπεδα, για την προθεσμία υποβολής του σχετικού εγγράφου. Κάνω στάση στον φούρνο της Ορφανίδου, “τι κάνουν τα παιδιά;”, “μια χαρά, είναι σχολείο σήμερα”. Συνεχίζω κατηφορίζοντας. Αθηναίες και Αθηναίοι με τα σκυλάκια τους βόλτα, μιλούν στο τηλέφωνο, κάτι στην επικοινωνία έχει χαθεί.
Στρίβω σχεδόν αυτόματα δεξιά, δεν θέλω να βγω στη βουή τής Ηρακλείου. Στέκομαι μπροστά από μια μονοκατοικία, γωνία Ταβουλάρη και Γρυπάρη, “διατίθεται” γράφει η επιγραφή. Είναι πνιγμένη από τα φυτά στον κήπο, της χαρίζουν μια άγρια ομορφιά. Οικιστικό δείγμα μιας άλλης εποχής, η οποία ανθίσταται στον χρόνο, στη φθορά, στην αλλαγή των προτύπων.
Κατευθύνομαι προς την Αγίας Λαύρας, εκεί υπάρχουν πολλές μονοκατοικίες, αρχιτεκτονικά δείγματα της εποχής που γεννήθηκε η συνοικία Κυπριάδου, τη δεκαετία του 1920 με εμπνευστή τον Επαμεινώνδα Κυπριάδη. Κάποιες έχουν βρει τη θέση τους στον σύγχρονο αστικό ιστό, άλλες ανακαινίζονται, για να επανατοποθετηθούν σε αυτόν, κάποιες κατοικούνται ως έχουν, παλιοκαιρισμένες και γερασμένες, άλλες φροντισμένες να θυμίζουν λίγο από μεσοπόλεμο. Άλλες αξιοποιούνται, είναι παιδικοί σταθμοί, εστιατόρια, εκθέσεις ειδών μπάνιου. Άλλες ακατοίκητες, μερικές ρημαγμένες από τον αδυσώπητο χρόνο, κάποιες αγέρωχες, κομψές στη παλαιότητά τους, αναζητούν τη θέση τους στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι. Κανείς δεν ξέρει αν θα τη βρουν, αλλά αυτό δεν τις εμποδίζει να ονειρεύονται.Φτάνω στην Αγία Βαρβάρα, μπροστά από τον σταθμό, τέρμα Πατησίων, εκεί που αρχίζει η Χαλκίδος. Εδώ ήταν μέχρι το 1930 η “Αλυσίδα”, εδώ σταματούσε το “θηρίο”, έτσι έλεγαν το τραίνο οι Αθηναίοι, από τη φασαρία που έκανε.
Έχω βγει από τα στενά όρια των Πατησιών, κατεβαίνω τη Χαλκίδος, έχω κατά νου τον Ποδονίφτη. Κόσμος πολύς στους φούρνους και τις καφετέριες, κάποιοι με παρέες, συζητάνε, άλλοι μοναχικοί, διαβάζουν ένα βιβλίο, μια εφημερίδα, τέχνη που επιμένει στον χρόνο, άλλοι βυθισμένοι στο κινητό τους. Κάθομαι στα παγκάκια, δεξιά κατεβαίνοντας, με θέα τον Ποδονίφτη, έχει πολύ νερό σήμερα, βροχερή η περίοδος που προηγήθηκε. Εκεί θυμήθηκα ό,τι είχα διαβάσει για την περιοχή στις αρχές του 20ου αιώνα, μα κυρίως έφερα στον νου μου ως εικόνα τη μονομαχία του βουλευτή Ηλείας Δαραλέξη με τον ανθυπολοχαγό Θεοχάρη το 1903, με έπαθλο τον χορό με μια νεαρή κοπέλα.
Αρνούμαι να περάσω τα όρια, εκεί που η Αχαρνών συνεχίζει ως Δεκελείας, μένω εντός των Πατησίων, περπατώ την οδό Περισσού κατά μήκος τού Ποδονίφτη. Αυτή διασταυρώνει με την Αγίας Ευφημίας, ένα σοκάκι που μοιάζει να βγήκε από ορεινό χωριό της Αρκαδίας. Επιστρέφω προς την Κυπριάδου, περνώντας την οδό Πανδίωνος, πλάι από το γήπεδο μπάσκετ και την παιδική χαρά.
Επιστρέφω στη Λαύρας. Μια πολυκατοικία δίπλα από την Αλχημεία, καινούργια μα ημιτελής. Παρατηρώ ένα σημαιάκι σε ένα μπαλκόνι στον πρώτο όροφο. Μια κυρία που πέρναγε με τον σκύλο της μού είπε ότι η πολυκατοικία είναι αφημένη έτσι από την εποχή της πανδημίας. Κανείς δεν έμεινε ποτέ. Ερωτηματικό ποιος τοποθέτησε το σημαιάκι, μάλλον την περασμένη 25η Μαρτίου...
Φτάνω στη Μητσάκη, ανεβαίνοντας προς τη Γαλατσίου, στο αριστερό μου χέρι απέναντι η πολυκατοικία των 15 ορόφων, κατασκευασμένη το 1970 από την Ανώνυμο Τεχνική Εταιρεία “Δημήτριος Κρεμμύδης”, ο πρώτος “μίνι ουρανοξύστης” των Αθηνών σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής. Την προσοχή μου τραβάει ο ήχος της μπάλας που αναπηδά από το γηπεδάκι μπάσκετ. Ένας δεπαντέχρονος προπονείται μόνος στην ντρίπλα και το σουτ. Πλησιάζω, “κοπάνα;” τον ρωτάω, “όχι, είχα κενό τις τελευταίες ώρες”, είπε διστακτικά. Δύσκολο να τον πιστέψεις, όμορφο να τον βλέπεις, κάπως συγκινήθηκα.
Ανεβαίνω τη Ροστάν, στο κάτω μέρος τής πλατείας το γλυπτό του δημάρχου Κωνσταντίνου Νικολόπουλου και στο επάνω αυτό της Εύας. Αριστερά το ζαχαροπλαστείο του Σχίζα και η καφετέρια. Σκέφτομαι ότι αξίζει μια ξεχωριστή βόλτα για τα γλυπτά της Κυπριάδου, βόλτα σκόπιμη όχι περίπατος. Κοιτάζω το ρολόι, ώρα για επιστροφή, ο χρόνος από τότε που μπήκε στη ζωή των ανθρώπων είναι αμείλικτος.
Φτάνω στην πλατεία Παπαδιαμάντη, κόσμος στα παγκάκια, άλλοι διαβάζουν πρωτοσέλιδα εφημερίδων στο περίπτερο. Στο συντριβάνι το νερό αναπηδά. Άτιμο πρόγραμμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου