Η εικόνα κάθε χρόνο τέτοια εποχή
είναι γνωστή. Την αρχική γκρίνια των παιδιών για ακόμα ένα καλοκαίρι που πέρασε
και το διαδέχεται ένας εννιάμηνος σχολικός μαραθώνιος τη διαδέχεται γρήγορα το
χαμόγελο του συναπαντήματος με φίλες, φίλους, συμμαθητές. Σταδιακά η χρονιά θα
πάρει το δρόμο της, όλοι θα προσαρμοστούν εκ νέου στη σχολική πραγματικότητα
και η προσοχή θα (ξανά)εστιαστεί σύντομα στους φετινούς πρωταγωνιστές, τους
υποψηφίους για τα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα μαθητές της Γ’ Λυκείου. Και
κάπου εκεί, στα μέσα της χρονιάς, θα ξεκινήσει μία επίθεση στους λεγόμενους
λειτουργούς της «παραπαιδείας», τα φροντιστήρια και τους «ιδιαιτεράδες», τους υπευθύνους
για την οικονομική αφαίμαξη των οικογενειών και –φυσικά- για όλα τα δεινά της
παιδείας.
Είναι ένας τρόπος και αυτός και
μάλιστα ιδιαίτερα βολικός για να φύγουν τα φώτα από τα γνωστά προβλήματα του
χώρου της εκπαίδευσης (εν προκειμένω της δευτεροβάθμιας) και να βρεθεί ένας
εχθρός. Ακόμα μία κίνηση στο σκάκι του κοινωνικού αυτοματισμού και αυτή, η
οποία επιστρατεύεται πάντα με ιδιαίτερη επιτυχία.
Ας είμαστε όμως σοβαροί. Όλοι
έχουμε υπάρξει μαθητές που εξεταστήκαμε με το παρόν σύστημα ή είχαμε κάποιον
τέτοιο γνωστό από το στενό μας περιβάλλον. Κάποια πράγματα είναι γνωστά. Όπως
ότι όλοι οι μαθητές της Γ’ Λυκείου «κρατούν» απουσίες για να μπορούν να λείπουν
από το σχολείο στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Το κάνουν «για να μη χάνουν
χρόνο με το σχολείο και να μπορούν να πηγαίνουν φροντιστήριο και να διαβάζουν
τα πρωινά». Αυτοί το λένε, όχι εγώ. Μήπως δεν είναι γνωστό ότι οι μαθητές της
Γ’, λιγότερο της Β’ και με το «Νέο» και «σοφό» Λύκειο πλέον και αυτοί της Α’
Λυκείου απαξιώνουν συστηματικά τα λεγόμενα μαθήματα γενικής παιδείας, για να
«αξιοποιήσουν» αυτόν το χρόνο λύνοντας ασκήσεις των «σημαντικών μαθημάτων»,
είτε του σχολείου, είτε του φροντιστηρίου, μέσα στο χώρο της σχολικής αίθουσας;
Φετινός μαθητής μου και πλέον φοιτητής, ιδιαίτερα χαρισματικός, είχε
υποστηρίξει με ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στη λογική του ότι «στη Γ’ Λυκείου δεν
πρέπει τα παιδιά να πηγαίνουν σχολείο. Φτάνει το φροντιστήριο, το πρωί ας
διαβάζουμε και ας ξεκουραζόμαστε». Λογική όχι και τόσο λανθασμένη, αν λάβουμε
υπ’ όψιν την πραγματικότητα. Δεν είναι ο μόνος, είναι τεράστιος ο αριθμός των
μαθητών που σκέφτεται -απολύτως δικαιολογημένα- έτσι.
Αυτή είναι η κατάσταση, ας μην τη
δεχτούμε, αλλά ας την αντιληφθούμε. Φυσικά, η ευθύνη δε βαρύνει τους καθηγητές
των δημοσίων σχολείων συνολικά, καθώς αυτοί είναι στην πλειοψηφία τους και
έμπειροι και ικανότατοι να διαχειριστούν καταστάσεις. Η πραγματικότητα όμως
είναι αμείλικτη. Το ελληνικό Λύκειο είναι ένα εξετασιοκεντρικό οικοδόμημα και
μόνο. Τα περί «γενικής παιδείας» είναι όμορφα λόγια, που έχουν μείνει στα
χαρτιά. Η σχολική τάξη αποτελείται από ένα σύνολο διαφορετικών προσωπικοτήτων
οι οποίες όχι απλά δε γίνονται σεβαστές ή η διάπλασή τους δεν αποτελεί το σκοπό
του Λυκείου, αλλά καταπιέζονται σε μία βάση στείρας ντετερμινιστικής λογικής:
διάβασε για να εξεταστείς (μία φορά) και να πετύχεις (επίσης μία, φτάνει…). Σε
αυτόν το βωμό θυσιάζεται στο Λύκειο η εκπαίδευση. Πλάι σε αυτόν το βωμό
φυτρώνει η αναγκαιότητα (γιατί τέτοια είναι) των φροντιστηρίων και των
«ιδιαιτεράδων». Ως αποτέλεσμα μίας αιτιώδους συνάφειας που αφορμάται από την απόλυτη
ανάγκη εντατικοποίησης των σπουδών. Η συνθήκη αυτή δε δημιουργήθηκε από τους λειτουργούς της
«παραπαιδείας», αυτοί αποτελούν αποτέλεσμα και μία κάποια λύση του προβλήματος.
Αν ρωτήσετε τους ίδιους, που εργάζονται ως ωρομίσθιοι σε φροντιστηριακές δομές
και με ιδιαίτερα μαθήματα, η απάντηση που θα λάβετε είναι ότι θα προτιμούσαν να
εργάζονται ως «κανονικοί» εκπαιδευτικοί, στο φυσικό χώρο της σχολικής αίθουσας.
Πριν λοιπόν ασχοληθούμε με τα
ποσά που φεύγουν στην «παραπαιδεία» και πριν γίνει αντικείμενο εχθρικών σχολίων
και δαιμονοποίησης, ας σκεφτούμε και ας αξιολογήσουμε το λόγο που αυτή υπάρχει
και το κατά πόσον στο σημερινό σύστημα ο εν λόγω όρος της αποδίδεται ορθά.
Μήπως τελικά το ίδιο το σύστημα τη γέννησε; Αυτό με τις χιλιάδες κενές
οργανικές θέσεις, με τον ανύπαρκτο κεντρικό προγραμματισμό, με την απαξίωση που
δείχνει συνεχώς στους εκπαιδευτικούς και με την απόλυτη προσήλωση σε απάνθρωπα
εξετασιοκεντρικά συστήματα που συντρίβουν κάθε δυνατότητα να γίνει η παιδεία
μία ευχάριστη και γονιμοποιός διαδικασία; Μήπως τελικά δεν μπορούμε να μιλάμε
για «παραπαιδεία», αλλά για ένα παραεκπαιδευτικό σύστημα;
Πριν λοιπόν κάνουμε λόγο για το πώς θα καταργηθεί ή
έστω θα μειωθεί η «παραπαιδεία», ας στοχεύσουμε στη δημιουργία ενός γόνιμου
εκπαιδευτικού συστήματος. Ας δημιουργήσουμε ένα σχολείο που θα επενδύει στα
ταλέντα των μαθητριών και των μαθητών του, δεν θα τα τιμωρεί. Που θα αξιοποιεί το
υπόβαθρο των εκπαιδευτικών, δε θα το συντρίβει. Που θα μπολιάσει την όρεξη των
νέων με την εμπειρία των παλιών, ώστε ο εκπαιδευτικός να μπορεί να γεννά το
χαμόγελο όντας ελεύθερος να διδάσκει και όχι το φόβο, παίζοντας το ρόλο του
εξεταστή. Και που θα καταλάβει την απόλυτη ανάγκη να αναταχθεί προς όφελος της
κοινωνίας συνολικά. Όχι μέσω διαρκών εξετάσεων, όπως προβλέπει το «Νέο Λύκειο»,
αλλά μέσω μίας ανθρωποκεντρικής μαθησιακής διαδικασίας. Η πρώτη ύλη υπάρχει. Σε
αφθονία. Ιδέες το ίδιο. Προθυμία από τους κυβερνώντες, όχι. Αλλά αυτό λύνεται.
Η παιδεία και οι δομές της δεν αποτελούν κομμάτι της εθνικής μας μιζέριας στην
παρούσα συγχρονία, αλλά την πρώτη ύλη για το αισιόδοξο αύριο. Και το επιχείρημα
ότι τα οικονομικά της χώρας δεν επαρκούν, δεν ευσταθεί. Γιατί, για πολλές από
τις απαραίτητες τομές, χρειάζεται απλά διάθεση και προγραμματισμός. Γιατί η
επένδυση στη μόρφωση αποδίδει πάντα με τον καλύτερο τόκο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου