Σπάνια βλέπει
κανείς κάποιον οργανισμό να επιλέγει να ορίσει από μόνος του το «βιολογικό» του
τέλος. Συνήθως προκύπτει ως φυσική αναγκαιότητα, ως το τέλος μιας ιστορικής και
συνάμα εξελικτικής πορείας που αφήνει κατά μέρους το «σήμερα», για να πάρει τη
θέση της μεταξύ των αναμνήσεων του «χτες». Σημεία αυτής της εξελισσόμενης
φθοράς γίνονται ωστόσο ορατά διαρκώς από τον περίγυρο, χωρίς όμως να γίνονται
πάντα αντιληπτά από το θνήσκοντα οργανισμό, ίσως λόγω της ορμέμφυτης τάσης να
εθελοτυφλεί στα συμπτώματα, ίσως και λόγω της υπαιτιότητας στην πρόκλησή τους
που καθιστά αδύνατη την «αυτό-διάγνωση».
Σε αυτό το
στάδιο, ένα βήμα πριν το τέλος του, βρίσκεται και το κυρίως κυβερνών κόμμα,
αδυνατώντας να το διακρίνει –ή απλά εθελοτυφλώντας. Και η σκληρή αλήθεια είναι ότι το ίδιο επέλεξε μια πορεία φθαρτική με
απώτερο τέρμα την αυτοδιάλυση. Μέσα στον κομπασμό της κυβερνητικής αλαζονείας
και της αμετροεπούς ημιμάθειας των στελεχών της αδυνατεί να το διακρίνει. Και
είναι αυτό κατανοητό. Κανείς δε θέλει να χαθεί, μέχρι την ώρα που χάνεται, όταν
πλέον είναι και αδύνατο να συνειδητοποιήσει ό,τι συνέβη.
Σε μία πορεία
εσωτερικής αποδόμησης, η παράταξη του κ. Σαμαρά επέλεξε να καταστραφεί.
Αναδείχθηκε μέσα στην κρίση επενδύοντας στο ψέμα και την παραπλάνηση της κοινής
γνώμης (18 σημεία, εξεταστική για το μνημόνιο, μείωση της ανεργίας και λοιπά
κούφια λόγια), όταν οι πολίτες απαιτούσαν ελπίδα. Ασέλγησε στο κομμάτι της
κοινωνίας που αποτελούσε διαχρονικά τον πυρήνα των οπαδών της, συνθλίβοντας
τους μικρομεσαίους, τη μικρή ιδιωτική επιχείρηση και τους τόσο παρεξηγημένους
εννοιολογικά «νοικοκυραίους». Συνέτριψε το κοινωνικό κέντρο, υποχρεώνοντάς το
σε κοινωνικό και πολιτικό μετεωρισμό. Δεν υπολόγισε όμως ότι, όπως εύστοχα είχε
επισημάνει και ο Noam Chomsky,
το κοινωνικό κέντρο, μην έχοντας σαφή ιδεολογικό πυρήνα και προφανείς
φιλοσοφικές καταβολές, είναι έωλο και απρόβλεπτο. Όσο εύκολος στόχος είναι,
τόσο απρόβλεπτα επιθετική είναι και η πολιτική του αντίδραση. Δε σεβάστηκε την
ιδιωτική περιουσία των μικρομεσαίων, αψηφώντας ακόμα και την ίδια την
ιδεολογική της διαδρομή. Γνωρίζοντας το
άδικο της πολιτικής της πρακτικής, επένδυσε επικοινωνιακά στην ευτέλεια και τον
ισοπεδωτισμό, αναδεικνύοντας σε κυρίως εκφραστές της πολιτικούς θρασύτατης
μεγαλοστομίας. Σε αυτήν τη διαδικασία μετέτρεψε σε «μπροστάρηδες» του «σήμερα»
τους περιθωριακούς –τα ακροδεξιά σταγονίδια κατά τον Κώστα Καραμανλή τον άλαλο-
του «χτες». Αναζήτησε και αναζητά την επιβίωσή της, βρίσκοντας σωσίβια στο
ταχέως θνήσκον ΠΑΣΟΚ, αγνοώντας ότι όποιος επεδίωξε να σωθεί με τη βοήθεια των
εχθρών του ουσιαστικά αποφάσισε για το ταχύτερο τέλος του.
Αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον άνθρωπο ως
σύμπτωμα της κοινωνίας και της οικονομίας, εκχωρώντας απερίσκεπτα το προνόμιο
του μονοπωλίου του ανθρωπισμού στην Αριστερά, η οποία –δικαίως πλέον- έχει το
αποκλειστικό προνόμιο –μέχρι νεωτέρας- να ρητορεύει σε ανθρωπιστική βάση. Επέλεξε,
χωρίς να το αντιληφθεί, ένα μη γραμμικό και λανθάνοντα ντετερμινισμό που οδηγεί
πλέον στη συντριβή της και την καταδίκη στην αφάνεια.
Ακόμα και
τώρα, λίγο πριν το τέλος, επιβεβαιώνει την εμμονή της να θεωρεί την κοινωνία ως
ένα ασύνταχτο σύνολο, μία μάζα που επιθυμεί απλά να τη διαχειρίζεται ως μέσο
μακιαβελικών επιδιώξεων. Η στρατηγική της τρομοκράτησης είναι η στρατηγική που
επιλέγει, ώστε να πλήξει τον αντίπαλό της και να υποχρεώσει την κοινωνία να
σταθεί απρόθυμος σύμμαχός της. Ξεχνάει όμως ότι αυτό το κατόρθωσε ήδη μία φορά
πριν 2,5 περίπου χρόνια. Και ο φοβισμένος σύμμαχος είναι ο πιο επικίνδυνος.
Σε αυτό το
πλαίσιο η κυρίως κυβερνητική παράταξη φαίνεται έτοιμη να επιτελέσει το ιστορικό
της χρέος στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου. Και το ιστορικό χρέος
της είναι να συντριβεί. Για «να πεθάνει το παλιό, ώστε να δώσει χώρο στο νέο να
γεννηθεί», παραφράζοντας τον Γκράμσι. Και όσο το ταχύτερο πάρει θέση ανάμεσα
στις αναμνήσεις του παρελθόντας, τόσο το καλύτερο για την ίδια. Γιατί οι
αναμνήσεις έχουν την όμορφη αυτή τάση να ωραιοποιούνται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου