Εδώ και χρόνια έχουν κυρίαρχη θέση στον δημόσιο λόγο. Όχι λόγω της απήχησης σε μεγάλα πλήθη, όχι λόγω της επιρροής σε οποιαδήποτε μορφή σκέψης ή της διαμόρφωσης μιας πολιτικής πρότασης. Λόγω της ικανότητάς τους να παράγουν θόρυβο. Είναι οι ιδεολόγοι του «αντί». Εναντιώνονται με πάθος σε οτιδήποτε κλονίζει τις σταθερές τους, την άνεση, τη βολή τους και τους προσφέρει τη δυνατότητα να αποδείξουν το παθιασμένο αγωνιστικό τους μένος. Η ιδεολογία τους είναι το «αντί» στα πάντα, μια στάση που τοποθετείται στο επίκεντρο του παραλογισμού και του ανορθολογισμού.
Βρίσκονται στο ίδιο μετερίζι, παρότι δυνητικά μπορούν να τοποθετούνται στα αντίθετα πολιτικά άκρα. Οι ιδεολόγοι του «αντί» είναι και μια απόδειξη της κατάρρευσης του κοινωνικού κατασκευάσματος των ιδεολογιών, τουλάχιστον με τον τρόπο που αυτές νοούνταν από τα τέλη του 19ου αι. μέχρι πρόσφατα -μέχρι και σήμερα, ίσως, αλλά σε θεωρητικό, αν όχι φαντασιακό, επίπεδο. Οι «αντί» προέρχονται κυρίως από χώρους με συγκεκριμένα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Κάποιοι είναι βαθιά θρησκευόμενοι, άλλοι βαθιά συντηρητικοί, κάποιοι εθνικιστές και μερικοί, λιγότεροι αλλά υπαρκτοί, φαντασιώνονται ότι είναι αγωνιστές της αριστεράς και υποστηρικτές τής εργατικής τάξης. Εκκινούν από διαφορετική αφετηρία, καταλήγουν όμως στο ίδιο συμπέρασμα που έχει μια κοινή, κατ’ αυτούς, λογική βάση: «κάτι μας κρύβουν».
Το είδαμε να γεννιέται στην περίοδο των μνημονίων. Κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν εξαιρεί από την κριτική του για την οικονομική κατάρρευση της χώρας τις πολιτικές δυνάμεις που διαχειρίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια την εξουσία, το ΠΑΣΟΚ δηλαδή και τη ΝΔ. Από αυτό, όμως, μέχρι τα τρελά που ακούγονταν από τις φυλές της πλατείας Συντάγματος υπάρχει απόσταση. Σίγουρα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα έφεραν ακέραια την ευθύνη για την ουσιαστική κήρυξη πτώχευσης και την επιβολή οικονομικού ελέγχου. Δεν υποθήκευσαν όμως τον ελληνικό ήλιο για να τον απολαύσουν οι Γερμανοί που δεν τον έχουν, δεν κατέστησαν τους Έλληνες (ακόμα και η αριστερά εδώ σπάνια έκανε λόγο για τους μετανάστες που ζουν στη χώρα) φτηνό εργατικό δυναμικό για τα εργοστάσια της Δύσης -ειδικά σε μια περίοδο που το μεγάλο οικονομικό κεφάλαιο επενδύει αλλού και όχι σε εργοστάσια, αλλά αυτό είναι μιας άλλης τάξης κουβέντα- και φυσικά δεν άφησαν να επιβληθεί, όπως αποδείχτηκε, ένα καπιταλιστικό πείραμα ενός μη νομισματικού κράτους στη χώρα μας. Ούτε οι προφητείες του «γέροντος» επιβεβαιώθηκαν. Το «αντί» τους ήταν κοινό και ηχηρό, άστοχο και απαράγωγο όπως αποδείχτηκε στην πορεία.
Από τότε το «αντί» έπιασε, έδειξε τη δύναμή του και την απλότητά του, ώστε να γίνει κατανοητό από ευρείες λαϊκές μάζες -κάπου εδώ στηρίζεται και η γέννηση μιας ιδεολογίας. Το είδαμε και στην περίοδο του Covid19 και της καραντίνας. Από τη μία γινόταν λόγος για το ότι ο ιός είναι ένα τεράστιο κοινωνικό πείραμα που επιβάλλεται, ώστε μέσω της κοινωνικής απομόνωσης να μετρηθεί η δυνατότητα που έχει ο κόσμος να αντιδράσει για να βγάλουν οι καπιταλιστές τα συμπεράσματά τους για τη μελλοντική διαχείριση της εργατικής τάξης. Από την άλλη γινόταν λόγος για τη στέρηση της ελευθερίας και τον περιορισμό της ανθρώπινης βούλησης -υποθέτω περιοριστήκαμε από το να είμαστε ελεύθεροι να κολλήσουμε τον ιό και να πεθάνουμε μια ώρα αρχύτερα. Μετά ήρθαν τα εμβόλια. Από τη μία ο φόβος για το τσιπάκι που έχει μέσα το εμβόλιο και από την άλλη ένα δριμύ κατηγορώ για την κατάργηση της ελεύθερης διαχείρισης του ανθρώπινου σώματος -σε μια μολυσματική πανδημία, βέβαια, η διαχείριση του δικού μου σώματος επηρεάζει και το σώμα τού άλλου, αλλά δεν βαριέσαι- και για το υγειονομικό απαρτχάιντ (έξυπνο αυτό) που επιβάλλεται. Διαφορετικές αφετηρίες, κοινή η στάση.
Είναι και «αντί» στο ψέμα της κλιματικής αλλαγής. Ως γνωστόν, καύσωνες είχανε και στην αρχαιότητα, άρα ποιο το πρόβλημα; Όσοι έχουν προπαγανδίσει, άλλωστε, το ψέμα της κλιματικής αλλαγής επιδιώκουν να επιβάλουν μια παγκόσμια δικτατορία. Γι’ αυτό το «σύστημα» περιγράφει ως γραφικούς, ψέκες, θρησκόληπτους όσους την αρνούνται. Είναι μια επαναλαμβανόμενη ψυχολογική επιχείρηση. Η άλλη πτέρυγα δεν το αναλύει τόσο πολύ. Είπαμε, καύσωνες υπήρχαν και παλιά, άρα με την κλιματική αλλαγή μάς κάνουν πρόβατα για να μας διαχειριστούν όπως θέλουν.
Συναντιούνται και στην πτέρυγα που υποστηρίζουν στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Είναι υπέρ των Ρώσων, από τη μία γιατί ο Πούτιν πολεμάει τους Ναζί (ό,τι νά ‘ναι δηλαδή) και από την άλλη επειδή είναι η Ρωσία και δεν μπορούν παρά να την υποστηρίζουν είτε ως ξανθό και ορθόδοξο γένος (το ίδιο είναι και οι Ουκρανοί, αλλά και πάλι δεν πειράζει) είτε ως κάτι που αγαπήσαμε από παιδιά, όπως τον Ολυμπιακό ή την ΑΕΚ.
Συναντήθηκαν τώρα και στη μάχη των ταυτοτήτων. Οι νέες ταυτότητες είναι κακές και θα μας φακελώσουν. Η μία πτέρυγα τονίζει ότι «η κυβέρνηση ύπουλα επιχειρεί να παρακάμψει την απόφαση του ΣτΕ και να ξεγελάσει τους πολίτες, καθώς με τις νέες ταυτότητες θα παραχωρηθούν όλα τα ατομικά μας δικαιώματα κι ελευθερίες (να τες πάλι) σε ξένες ιδιωτικές πολυεθνικές». Είναι ενάντια σε «κάθε μορφή ηλεκτρονικού ολοκληρωτισμού, τεχνοφεουδαρχίας και ψηφιακής αιχμαλωσίας, προασπίζεται τις ατομικές ελευθερίες και ζητά την απαγκίστρωση της Ελλάδος από την Ε.Ε. που επιτάσσει παγκοσμιοποιητικές αλλαγές». Επίσης, μας ενημερώνει ότι το S.M.A.R.T είναι «τεχνολογία αυτοελέγχου, ανάλυσης και αναφοράς και προετοιμάζει μελλοντικά στρατόπεδα συγκέντρωσης». Εξίσου ευφάνταστα είχε επικρίνει και η Ραχήλ Μακρή κάποτε το mRNA κατά την περίοδο που ήταν «αντί» των εμβολίων, καθώς mRNA σημαίνει modify (τροποποιεί) RNA. Η Ραχήλ τότε ξεγύμνωσε μια παγκόσμια συνωμοσία, μα δεν της δώσαμε σημασία. Η άλλη πτέρυγα είναι πιο πεζή. Η νέα ταυτότητα έχει μέσα της το χάραγμα του Αντίχριστου, είναι του Σατανά και με αυτήν θέλουν να ελέγχουν πάντα και παντού πού είμαστε. Διαφορετικές αφετηρίες, κοινή κατάληξη.
Οι ιδεολόγοι του «αντί» γνωρίζουν και αποκαλύπτουν μια παγκόσμια συνωμοσία εναντίον της κοινωνίας. Παίρνουν, όπως ορίζει και ο Pierre-André Taguieff, τον ρόλο τού αποσυμβολιστή και τεντώνουν το δάχτυλο σε όλους εμάς τους αδαείς, τα πρόβατα. Μέσα από το «αντί» ικανοποιούν δύο αντιφατικές εκφάνσεις του εαυτού τους: τη ναρκισσευόμενη και την ανασφαλή. Προερχόμενοι από τους παλιούς ιδεολογικούς χώρους συστρατεύονται κάτω από μια κοινή ομπρέλα και υιοθετούν μια κοινή επιθετικού ύφους ρητορεία, συνήθως με τα ίδια λόγια, κάπως ευφραδέστερα, όμως, οι προερχόμενοι από την αριστερά.
Είναι λοιπόν υπερήφανα και αταλάντευτα «αντί» σε ό,τι υπερβαίνει το στενό τους αντιληπτικό πλαίσιο και σε ό,τι απαιτεί μια διεύρυνση των ορίων εντός των οποίων έχουν μάθει να αναλύουν τη σκέψη τους. Το «αντί» αυτό είναι όμως ουσιαστικά μια παραίτηση, μια δήλωση αδράνειας στην προσπάθεια να κατανοήσουν έναν κόσμο που κάθε μέρα αλλάζει. Και αν για τους προερχόμενους από τη βαθιά συντηρητική δεξιά αυτό αποτελεί μια στάση αναμενόμενη, για την αριστερά αυτό είναι ένα πρόβλημα. Κάποτε το «αντί» τής αριστεράς ήταν γόνιμο, παραγωγικό, δημιουργικό και ελπιδοφόρο. Αυτό γέννησε ένα κοινωνικό κράτος. Πλέον είναι μια υστερική κραυγή, μια φοβική τσιρίδα ενός ανθρώπου που κινείται χωρίς προσανατολισμό και πιστεύει στην ωμή δύναμη της φωνής του. Ίσως είναι και μια απόδειξη ότι η αριστερά, όπως την ξέραμε, έχει χαθεί και αντικαθίσταται σταδιακά από μια ωριμότερη και ηρεμότερη -εξ ου και η φωνή τής/τού απατημένης/ου συντρόφου.
Όμως, οι ιδεολόγοι του «αντί», όσο θόρυβο και αν κάνουν, στο περιθώριο θα παραμένουν και μόνο περιστασιακές κοινωνικές αρρυθμίες θα προκαλούν. Η κοινωνία, η δυτική κοινωνία, έχει μάθει να κινείται με γνώμονα τον ορθολογισμό και τέτοιες κραυγές μόνο με μια αμήχανη αδιαφορία πλέον ατενίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου