Πολλά είναι τα άρθρα, πολλές οι ειδήσεις και ακόμα περισσότερες οι δημοσιεύσεις στα Social Media που αφορούν τους κυρίως -και τους «λιγότερο κυρίως»- καλοκαιρινούς τουριστικούς προορισμούς στην Ελλάδα. Αν μη τι άλλο μάθαμε ότι ένα σουβλάκι στη Μύκονο έχει αντίτιμο τσουχτερό, στη Σαντορίνη η παραδοσιακή ελληνική κουζίνα περιλαμβάνει τόμαχοκ μπριζόλες, για δύο ξαπλώστρες με μια ομπρέλα και καφέ για όλη την παρέα πρέπει να κάνεις οικονομία μισό μηνιάτικο, η ενοικίαση δωματίου -ακόμα και του λιγότερο αξιοπρεπούς- κοστίζει όσο κάποτε κόστιζε η διαμονή σε τετράστερο. Και το «κάποτε» αυτό δεν ανήκει στο τόσο μακρινό παρελθόν. Μάθαμε και για το «κίνημα της πετσέτας», ίσως η μόνη αισιόδοξη είδηση, αυτή ενός ακομμάτιστου κινήματος που δεν στηρίζεται στη μούντζα και σε ασυνάρτητα αιτήματα, όπως κάποτε οι «Αγανακτισμένοι», αλλά σε κάτι συγκεκριμένο: στη διεκδίκηση της ελεύθερης πρόσβασης στον δημόσιο χώρο και στην εναντίωση στο νταβατζιλίκι που έχουν επιβάλει κάποιοι «επιχειρηματίες».
Ωστόσο, με αφορμή αυτά τα λίγο-πολύ γνωστά και κοινώς αποδεκτά, θέλω να φύγω από τους κυρίως προορισμούς και να αναφερθώ στους λιγότερο γνωστούς, στα παραθαλάσσια χωριουδάκια της ηπειρωτικής Ελλάδας. Για πολύ συγκεκριμένους λόγους η αναζήτηση ενός τέτοιου προορισμού ήταν για εμάς φέτος μονόδρομος. Ακούγονται τα μέρη αυτά ως κάτι το ρομαντικό και εξαιρετικά παραδοσιακό, όπως θα έπρεπε να είναι. Είναι όμως;
Η εντύπωση που προκύπτει, όταν κανείς βλέπει ένα παραθαλάσσιο χωριουδάκι, είναι ότι υπάρχει μια μήτρα η οποία το έχει γεννήσει και του απέδωσε κάποια πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Τουλάχιστον αυτή προκύπτει σε εμένα. Τα χαρακτηριστικά αυτά, που εντοπίζονται όταν κανείς αντικρίζει τα χωριουδάκια από απόσταση αλλά και όταν τα περιδιαβαίνει, κρύβουν μια εντυπωσιακή εσωτερική αντίφαση.
Η εικόνα από απόσταση φαντάζει ειδυλλιακή. Ένας όμορφος κόλπος, κάποια ψαροκάικα, χρώματα θαλασσινά στα κτήρια, ξεθωριασμένα από την αλμύρα και τον ήλιο. Ακόμα δε πιο όμορφο είναι κατά τη δύση του ηλίου, όταν τα χρώματα της σκέδασης του φωτός το καλύπτουν με ένα πέπλο μυστηριακής ομορφιάς. Μια μέρα ολοκληρώνεται και η ομορφιά της απλώνεται πάνω του. Όμορφο είναι και το βράδυ. Τα φώτα από τα παραλιακά μαγαζάκια, τον φάρο και τους φανοστάτες τού δρόμου αντανακλούν πάνω στη θάλασσα, παιχνιδίζοντας πάνω στα κύματα. Οι τουρίστες σηκώνουν τα κινητά τους, φωτογραφίζουν για να αποτυπωθεί μια εικόνα που ελάχιστη σχέση έχει με αυτή που συλλαμβάνει ο φακός του ματιού, αλλά δεν πειράζει, η ανάμνηση αποθηκεύτηκε για πάντα (;) -και για άγνωστο λόγο.
Η εικόνα αυτή, πανέμορφη στο σύνολό της, αποδομείται γρήγορα κατά την περιδιάβαση -ειδικά τις πρωινές ώρες, όταν η μαγευτική πλάνη που επιβάλλει η νύχτα αποχωρεί. Και είναι εντυπωσιακό πώς μια συνολική εικόνα που φαντάζει τέλεια στη σύνθεσή της διαμορφώνεται από ένα σύνολο στοιχείων αδόμητο και ατακτοποίητο.
Τα κτήρια δεν έχουν ξεθωριάσει όμορφα από την αλμύρα ή το φως τού ήλιου αλλά από την έλλειψη περιποίησης και την αφροντισιά. Προσόψεις που δεν έχουν βαφτεί, σοβατιστεί ή ό,τι άλλο είναι απαραίτητο για τη συντήρησή τους για δεκαετίες. Ξενοδοχεία με ταμπέλες που υψώθηκαν τη δεκαετία του ’70 ή του ’80 και από τότε κρέμονται εκεί, αναμένοντας τη φυσική φθορά να τις γκρεμίσει κάποια στιγμή, ώστε ο αγανακτισμένος με τη φύση ιδιοκτήτης να το πάρει απόφαση να τις αντικαταστήσει. Τη χρονολογία τοποθέτησής τους, άλλωστε, προδίδει και το όνομά τους: Edelweiss, Ζέφυρος, Απανεμιά, Sunset... Αυτό συνοδεύεται από τις απαραίτητες διευκρινίσεις: rooms to let, air-condition, TV… Χρονοδίνη…
Τα παραλιακά μαγαζάκια, με τα γλυκά τους βραδινά φώτα, χάνουν τη γλύκα τους, όταν τα δεις από κοντά. Ταμπέλες led ή απλώς φανταχτερές με φωτογραφίες ξεθωριασμένες από τον χρόνο. Πάνω τους αποτυπώνεται ένα πιάτο γεμιστά λουσμένο στο λάδι, πατάτες τηγανιτές, γαύρος, μακαρόνια με κιμά, φραπές και παγωτό μπανάνα σπλιτ. Υπάρχει πάντα και ένας χειρόγραφος μαυροπίνακας που μας ενημερώνει ότι μπορούμε να πάρουμε πίτσα, χάμπουργκερ και κοκτέιλ. «Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω». Συχνά υπάρχει και κάποιο παραθαλάσσιο μπαρ, το οποίο προσφέρει ακριβώς τα ίδια, μόνο που αντί για τον μουσακά και τα γεμιστά στις δικές του ταμπέλες έχει τοστ με πατατάκια και ένα κλαμπ σάντουιτς. Προσφέρει και μοχίτο συνήθως. Θα βρεις και φούρνους. Εκεί θα περίμενες να βρεις την παράδοση συγκεντρωμένη. Θα διαψευστείς. Συνήθως θα αγοράσεις ένα αφροειδές ψωμί, τυρόπιτες κακής ποιότητας και άλλα όχι και τόσο παραδοσιακά κρουασάν, τα οποία αναπαύονται περιμένοντας αγοραστή σε κάτι θαμπές από τον χρόνο προθήκες αμφιβόλου καθαριότητας.
Το χειρότερο δεν είναι ότι όντως η πλειονότητα των επιχειρηματιών -καθώς σαφώς η γενίκευση προσβάλλει ένα μικρό μέρος υγιούς επιχειρηματικότητας- παραδέχεται την εικόνα που αντικρίζουμε. Το χειρότερο είναι ότι δεν τους πτοεί και δεν κάνουν απολύτως τίποτα να την αλλάξουν. Την καλύπτουν μάλιστα με το πέπλο της παράδοσης. «Έτσι το είχε ο παππούς μου, ο πατέρας, η μάνα, η προγιαγιά μου, έτσι θα το κρατήσω». Ταυτίζουν την παράδοση με την άφεση, την εγκατάλειψη, την αδιαφορία. Αυτό ενοχλεί ακόμα περισσότερο. Γιατί, αν η παράδοση είναι συνώνυμο της μούχλας, της σκόνης και της συγκαλυμμένης για να μην τη βλέπει η πεθερά βρομιάς, ας χαθεί στον χρόνο, δεν πειράζει. Η παράδοση, η όποια παράδοση, αντέχει στον χρόνο γιατί κρύβει μέσα της μια δύναμη ανανεωτική και ελκυστική, ικανή να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των κοινωνιών σε κάθε συγκυρία. Το παλιοκαρισμένο μαγαζάκι με την ταμπέλα που μας ενημερώνει ότι σερβίρει φραπέ με ριγέ άσπρο-μπλε πλαστικό καλαμάκι, τηγανητά καλαμαράκια και παγωτό, ενώ έχει και TV δεν είναι παραδοσιακό. Αφημένο στο πέρασμα του χρόνου είναι που περιμένει να πεθάνει και να μην καταλάβει το γιατί πέθανε.
Ένας προβληματισμός αναδύθηκε τις μέρες που περάσαμε σε αυτό το χωριουδάκι, το όνομα του οποίου για ευνόητους λόγους δεν αναφέρω -άλλωστε είναι περιεκτικός ο όρος «παραθαλάσσιο ελληνικό χωριουδάκι». Οι τουριστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν απευθύνονται στον μέσο κάτοικο της Ελλάδας. Τα νησιά είναι οικονομικά απλησίαστα και αρχίζουν να αποκτούν χαρακτηριστικά μιας τουριστικής Disneyland που απευθύνεται σε τουριστες κυρίως από το εξωτερικό, κίνηση επισφαλής. Τα χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας είναι κάπως πιο προσιτά, ωστόσο πολλά από αυτά υποτιμούν τον επισκέπτη, θεωρώντας τον δεδομένο και αδιαφορώντας για τις απαιτήσεις του. Η κατά το κοινώς λεγόμενον «βαριά βιομηχανία» της ελληνικής οικονομίας δείχνει σημάδια είτε ελιτισμού, επίφοβος από μόνος του αυτός, είτε αδιαφορίας για προσαρμογή στα συγκυριακά δεδομένα, δείγμα αβέβαιου μέλλοντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου