Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου συγκεντρώνει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που απηχούν βαθιά την ψυχοσύνθεση του σύγχρονου Έλληνα πολίτη. Χωρίς να θέλω να αδικήσω αυτήν της 25ης Μαρτίου, που είχε σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα την εθνογένεση, η χρονική απόσταση και τα πολιτισμικά -αλλά και πολιτικά- χαρακτηριστικά της είναι κάπως απόμακρα από αυτά των σημερινών Ελλήνων, είναι οικεία κυρίως σε ειδικούς της περιόδου και σε -λίγους- λάτρεις τής ιστορικής έρευνας και μελέτης. Αντίθετα, η 28η φαντάζει, ακόμη, εγγύτερα στη σημερινή πραγματικότητα, ενώ τα πολιτικά και τα πολιτισμικά στοιχεία που τη συγκροτούν αποτελούν ακόμη βάση έντονης συζήτησης, πολιτικού, ακαδημαϊκού και (γιατί όχι;) καφενειακού περιεχομένου.
Άλλο ζήτημα όμως είναι η συναισθηματική και ψυχική εγγύτητα και άλλο αυτό τού τρόπου εορτασμού ή της ανάλυσης του περιεχομένου στη σημερινή συγχρονία. Κάθε χρόνο τα μηνύματα της πολιτικής ηγεσίας αλλά και της εκπαιδευτικής κοινότητας κυριαρχούνται από χωρίς έμπνευση κοινοτοπίες, ξύλινες και ανούσιες, με κυρίαρχη αυτή του “η επέτειος αυτή είναι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ”… Πάντα αναρωτιόμουν γιατί κάθε χρονιά καθιστά πιο επίκαιρο το μήνυμά της αντίστασης στον Άξονα σε σχέση με την εκάστοτε προηγούμενη. Γιατί, ας πούμε, σήμερα το μήνυμα είναι πιο επίκαιρο από την 28η Οκτωβρίου του 1967 ή του 1974; Η σημασία της αντίστασης στην επιβολή και τον φασισμό είναι διαχρονική και σταθερή, γι’ αυτό και δεν υπάρχει λόγος να γίνεται κάθε χρόνο πλειοδοσία σχετικά με την επικαιρότητά της. Εκτός αν προκύψει κάτι το έκτακτο.
Όσον αφορά τα σχολεία, στα οποία πέφτει το βάρος της διάσωσης, παρουσίασης και ανάλυσης του μηνύματος στις νέες γενιές, νομίζω πως τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες για έναν πιο σύγχρονο και επιδραστικό εορτασμό. Έχουμε ξεφύγει από τη λογική τού μνημόσυνου και του προσκλητηρίου νεκρών, αλλά και της ηρωοποίησης του δικτάτορα Μεταξά, και έχουμε περάσει σε μια προσέγγιση που δίνει έμφαση στην ιστορική και αξιακή διάσταση τής επετείου με τις καθηγήτριες και τους καθηγητές σε ρόλο καθοδηγητικό, σκηνοθετικό και σεναριογραφικό ίσως, και με πιο ενεργό τη συμμετοχή των μαθητριών και των μαθητών, τουλάχιστον στα περισσότερα σχολεία. Δεν κάνω λόγο για τις μαθητικές παρελάσεις, που κάθε χρόνο σχολιάζονται είτε επαινετικά από τους υπέρμαχους του θεσμού είτε επικριτικά από τους αρνητές του. Είναι θεσμός, παράδοση σε μεγάλο βαθμό, που σχετίζεται ευθέως με την επέτειο και το μήνυμά της και δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στη στρατιωτικοποίηση των παιδιών που συμμετέχουν, όπως κάποιες και κάποιοι καταγγέλλουν. Όσοι και όσες το φοβούνται αυτό, μικρή σχέση έχουν με τη σχολική ζωή και την εκπαίδευση. Περί της αισθητικής της αποτίμησης, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση, αδιέξοδη...
Με προβληματίζει, όμως, η έμφαση στη διάσταση της περηφάνιας. Διάβασα πριν χρόνια το βιβλίο του Στάθη Καλύβα “Καταστροφές και Θρίαμβοι”, μια εξαιρετική ανάλυση της ιστορικής διαδρομής τού σύγχρονου ελληνικού κράτους. Ωστόσο, στο μυαλό μου έχει μείνει ανεξίτηλη η ρήση της Βουλγάρας ιστορικού Μαρίας Τοντόροβα, την οποία παραθέτει στην εισαγωγή ο κ. Καλύβας: “Αγαπώ τη χώρα μου χωρίς την ανάγκη να αισθάνομαι υπερηφάνεια ή ντροπή γι’ αυτήν”. Είναι μια φράση που συμπυκνώνει με θαυμαστή απλότητα τη διάσταση που λαμβάνει η έννοια του έθνους και της πατρίδας σήμερα. Απαγκιστρώνεται από το παρελθόν και προσαρμόζεται στο παρόν, με τη δυνατότητα να παραγάγει το μέλλον. Η περηφάνια μάς κάνει να στρέφουμε το κεφάλι στο παρελθόν (όπως και η ντροπή). Είναι συγκινησιακό φορτίο, απαραίτητο στη ζωή των ανθρώπων. Αναλογιζόμαστε τον ηρωισμό, το μεγαλείο, την αυταπάρνηση των προγόνων. Τα προτυποποιούμε σε μεγάλο βαθμό, αλλά, ας μην κρυβόμαστε,ευχόμαστε να μην χρειαστεί ποτέ να σταθούμε ανάλογοι τής στάσης τους.
Ωστόσο, πόσο σχετίζεται ό,τι μας κάνει υπερήφανους με τη σημερινή πραγματικότητα; Σε μεγάλο βαθμό ακόμα και η ίδια η έννοια της πατρίδας και του έθνους έχουν αλλάξει. Για τον λόγο αυτόν νομίζω ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί στην “αγάπη”, ένα αίσθημα που, όσο κι αν αφορμάται από το παρελθόν και το βίωμα ή το συναισθηματικό του αποτύπωμα, γονιμοποιεί το παρόν. Η κάθε επέτειος μπορεί να είναι γόνιμη, μόνο αν συμβάλει στην προώθηση ιδανικών συμβατών με το σήμερα. Μπορούμε, λοιπόν, να αγαπάμε -και να επικρίνουμε, σκέλος τής αγάπης είναι κι αυτό- τη σύγχρονη Ελλάδα με ό,τι τη διαμορφώνει. Την πολυπολιτισμικότητα, την αλλαγή τού περιεχομένου τής εθνικής ταυτότητας, την εδραιωμένη δημοκρατία, τη συλλογική ουσιαστική και αμετάκλητη (ελπίζω) στροφή προς τη Δύση σε επίπεδο πολιτικό, πολιτισμικό, κοινωνικό. Θέλουν δουλειά, ακόμα, όλα αυτά, όμως είναι δείγματα κοινωνικής και πολιτισμικής προόδου. Το αναφέρω αυτό γιατί πολλές φορές οι επέτειοι γίνονται αφορμές εξιδανίκευσης του παρελθόντος, το οποίο εν πολλοίς αγνοούμε, και απαξίωσης για το παρόν που ζούμε. Αυτή η στάση ακυρώνει το ίδιο το νόημα και τον σκοπό τής επετείου.
Δεν είναι πρόβλημα, λοιπόν, η ίδια η περηφάνια, ως αυθόρμητα εκδηλωνόμενο συναίσθημα. Γίνεται, όμως, όταν γεννά την απαξίωση προς το παρόν, όταν μας κάνει να κλείνουμε τα μάτια στις καθημερινές επιτυχίες και την πρόοδο της κοινωνίας σε κατευθύνσεις, που φυσικά και ευτυχώς, διαφέρουν από αυτές που μας γεμίζουν με εθνική αυτοπεποίθηση την ημέρα της 28ηςΟκτωβρίου. Δεν είναι προβληματικό να αισθανόμαστε εθνικά υπερήφανοι ή να αγαπάμε το έθνος και τη χώρα μας, το αντίθετο. Πρόβλημα είναι, όμως, να θεωρούμε ότι η εθνική ταυτότητα είναι κάτι το σταθερό, το συμπαγές, το απαράλλακτο, ότι συγκροτείται με στοιχεία του παρελθόντος και μόνο. Η εθνική ταυτότητα είναι μια κοινωνική κατασκευή και έχει διάσταση πολιτισμική. Ως εκ τούτου διαμορφώνεται και αναδιαμορφώνεται διαρκώς. Όσο αυτό αδυνατούμε να το αποδεχτούμε, αποτυγχάνουμε στο να αγαπήσουμε ουσιαστικά τη χώρα μας. Δυστυχώς τόσο τα μηνύματα όσο και οι εορτασμοί που συνοδεύουν την επέτειο έχουν αποτύχει, έως τώρα, προς την κατεύθυνση αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου