Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Εξαρχείωση

 Είναι μία από τις αγαπημένες μου συνήθειες. Κάποιος θα τη χαρακτήριζε διαστροφή, αλλά έτσι αντιμετωπίζονται πολλές συνήθειες, ως μια ιδιοτροπία του κάθε ανθρώπου. Όταν βρίσκω ελεύθερο χρόνο, όλο και σπανιότερα, τον αξιοποιώ σε μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας: Μεταξουργείο, Ομόνοια, Πανεπιστήμιο, Εξάρχεια, Κολωνάκι, Κυψέλη, πλ. Βικτωρίας, κυρίως εκεί. Για κάποιον λόγο τα μέρη αυτά μού ασκούν τεράστια γοητεία, ήδη από τα φοιτητικά χρόνια. Θα ισχυριζόμουν δε, με μια δόση υπερβολής, ότι τα γνωρίζω στενό-στενό.



Από την εποχή της επίπλαστης ευμάρειας (Ολυμπιακοί Αγώνες), της κρίσης, της έξαρσης του φαινομένου της Χρυσής Αυγής οι γειτονιές αυτές μέχρι και τη σημερινή μερική αποκατάσταση της ομαλότητας στην καθημερινή κοινωνική ζωή, καθρεφτίζουν τις αλλαγές που βιώνουμε, αποτυπώνουν το κοινωνικό θυμικό, εν μέρει την αθηναϊκότητα του εκάστοτε παρόντος, δίνοντας στα κρυφά και κάποια σημάδια για το άμεσο μέλλον. Γιατί πάντα το κέντρο της Αθήνας ήταν και είναι η ίδια η Αθήνα, σε μεγάλο βαθμό η ίδια η Ελλάδα, οι ρυθμοί της, οι φόβοι και οι ελπίδες της. Και όχι μόνο.

Τελευταία βόλτα στα Εξάρχεια, κάπου στα μέσα Αυγούστου. Βήματα που συνδυάζουν τη νοσταλγία των φοιτητικών –και όχι μόνο– χρόνων, το χαμόγελο που προκαλεί η ζωντάνια της περιοχής που, μάλλον, δεν θα χαθεί ποτέ, την πρόθεση –ή διάθεση– απενοχοποίησης του βανδαλισμού στο όνομα της νεανικής –τουλάχιστον στη νοοτροπία, όχι απαραίτητα στην ηλικία– ορμώδους αφέλειας, τον εκνευρισμό από τη θέα του ρημαδιού και της βρομιάς και εν τέλει την απογοήτευση από την κυριαρχία της υποκρισίας και της έλλειψης σεβασμού στην ιστορία και στην ταυτότητα της γειτονιάς. Και μια οσμή ούρων και μπάφου συχνά πυκνά.

Στέκομαι κυρίως στην οδό Τσαμαδού, η αρχής της οποίας είναι ένας σκιερός πεζόδρομος στην πλευρά της πλατείας που οδηγεί προς την Καλλιδρομίου και, νοητά, προς την Αλεξάνδρας. Θα μπορούσε να είναι ένα στολίδι. Όχι μόνο αυτή, και η Μεθώνης, και ο πεζόδρομος της Θεμιστοκλέους και πόσοι άλλοι δρόμοι και πεζόδρομοι της περιοχής. Αλλά, δεν είναι. Αντιθέτως, τα κτήρια, κάποια υπέροχης αρχιτεκτονικής μονοκατοικίες, άλλα της πρώτης αστικής περιόδου τής Αθήνας (το πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα), άλλα παλιές πολυκατοικίες, από τον μεσοπόλεμο και μετά, και κάποια πιο σύγχρονα που συνθέτουν μαζί ένα ιδιαίτερο παράδειγμα από το αρχιτεκτονικό ψηφιδωτό της πόλης μας, είναι βανδαλισμένα από ταγκιές και γκράφιτι (το διαχωρίζω από τη street art, μια ιδιαίτερη μορφή αστικής τέχνης) και συνθήματα «πολιτικού» περιεχομένου με κύριο συστατικό το μίσος. Στον πεζόδρομο παντού σκουπίδια και αστικής ταυτότητας ακαθαρσίες, αποτσίγαρα και κουτιά από μπίρες. Τα μπαλκόνια των πρώτων ορόφων οχυρωμένα με ψηλά κάγκελα, όπως και πολλές είσοδοι πολυκατοικιών, ιδιότυπα ιδιωτικά οχυρά. Και η οσφρητική εσάνς που ανέφερα προηγουμένως πανταχού παρούσα. Η επανάσταση του ρημαδιού.


Αντιλαμβάνομαι την επαναστατικότητα, γιατί αυτήν φαντασιώνονται πως υπηρετούν όσοι βανδαλίζουν τον τόπο των Εξαρχείων με στοιχεία άυλα και υλικά, ως μια πρόθεση κατάρριψης ενός υπάρχοντος μοντέλου (οικονομίας, πολιτικής, διακυβέρνησης, πείτε το όπως θέλετε) που προκύπτει από ένα όνειρο για τη δημιουργία ενός νέου. Τονίζω εδώ τη δημιουργία. Αυτός είναι ο στόχος κάθε επανάστασης, άλλωστε.

Εδώ, όμως, δεν μιλάμε για κάτι το επαναστατικό, ανανεωτικό. Γιατί η επανάσταση εκκινεί με τον σεβασμό στον πολιτισμό και στην αισθητική – τα πρώτα θύματα του βανδαλισμού των Εξαρχείων. Η δημιουργία, σκέψη απατηλή εδώ, απαιτεί πολλά πολλά περισσότερα εφόδια από την ανερμάτιστη οργή, τη βία, την ασέβεια, την καταστροφή, τα μέσα που μετέρχονται δηλαδή οι ντεμέκ επαναστάτες των Εξαρχείων.

Προβληματίζομαι. Πόσες/οι δεν αηδιάζουν από την κατάντια, πόσες/οι μοιράζονται αυτό το «όραμα» για το μέλλον, μια αστική δυστοπία στο όνομα του «ταξικού μίσους». Και πόσες/οι εξακολουθούν να σιωπούν, από φόβο, ανοσία ή απάθεια, ανεχόμενες/οι την αποσύνθεση των στοιχείων που συνθέτουν την ταυτότητα της γειτονιάς τους.

Και μια τελευταία απορία: δεν έχω μελετήσει το σχέδιο, δεν είμαι πολεοδόμος, συγκοινωνιολόγος ή αρχιτέκτονας. Αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί οι ενστάσεις επί της τοποθεσίας –και μόνο– της στάσης του ΜΕΤΡΟ στα Εξάρχεια να έχουν λογική βάση. Όμως όσες και όσοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για αυτήν, ότι τάχα θα συμβάλει στην υποβάθμιση, αλλοτρίωση και λοιπά της περιοχής, δεν μπορούν να δουν ότι αυτά ήδη συντελούνται καθημερινά;

Δημοσιεύτηκε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου