Κάπου εκεί
κοντά στις πέντε Ιουλίου, αν μέχρι τότε δεν αλλάξει πάλι κάτι… Κάπου εκεί
φαίνεται να τερματίζεται η καταστροφική πενταετής μνημονιακή πορεία της χώρας,
τα θεμέλια της οποίας μπήκαν από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου και τα
εποικοδομήματα από αυτές των Παπαδήμου και Σαμαρά – Βενιζέλου. Κάπου εκεί
φαίνεται να ολοκληρώνεται και η πεντάμηνη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
και ΑΝ.ΕΛ., με όποιον τρόπο και αν συμβεί αυτό.
Η ελληνική
κοινωνία τα πέντε αυτά χρόνια συνήθισε να ζει μέσα στην καταστροφή, η οποία
κατέστη συνεχές βιωματικό της στοιχείο. Συνήθισε να ζει μέσα στην αγωνία για το
αύριο. Μια αγωνία που δεν είχε να κάνει με το αν αυτό το «αύριο» θα είναι
καλύτερο ή χειρότερο, αλλά με το πόσο χειρότερο θα είναι. Μέσα σε αυτό πλαίσιο
καθημερινότητας η ένταση και η ψυχολογική φθορά έγιναν μόνιμα στοιχεία,
συνηθισμένα και αυτά. Και το ερώτημα «ποιος φταίει» ή «τι έρχεται αύριο»
αποτέλεσε το ιδανικό υπέδαφος, ώστε να φυτρώσει η λαϊκιστική ρητορεία, μοναδικό
όπλο όλων όσοι δεν είχαν κάτι άλλο να διαχειριστούν, για να δικαιολογήσουν τη
φτήνια των πολιτικών επιλογών τους. Άλλωστε, η επένδυση στο διχασμό είναι η
μοναδική λύση πριν τον αφανισμό, καθώς, ακόμα και αν δε δεχτούμε την άποψη ότι
σε ένα διπολικό σύστημα ωφελούνται και οι δύο πόλοι, είναι σαφές ότι
εξασφαλίζεται τουλάχιστον η επιβίωση του ενός, αυτού που κινδυνεύει
περισσότερο.