Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

Μια φωτογραφία κάπου στα Εξάρχεια

Σε ένα κείμενο του 2012 ο Ουμπέρτο Έκο έγραφε ότι σταμάτησε να βγάζει φωτογραφίες κάπου στη δεκαετία του 1960, μετά από μια περιήγησή του στους γαλλικούς καθεδρικούς ναούς, τους οποίους φωτογράφιζε «σαν τρελός». Αναφέρει πως, όταν επέστρεψε, είχε μια σειρά μέτριων φωτογραφιών στη συλλογή του, όμως δεν θυμόταν τι είχε δει. Και οι φωτογραφίες δεν τον βοηθούσαν να ανακαλέσει τίποτα στη μνήμη του. Πέταξε λοιπόν τη φωτογραφική μηχανή και αποφάσισε να καταχωρίζει πλέον στον νου του ό,τι έβλεπε (Ουμπέρτο Έκο, «Τα χρονικά μιας ρευστής κοινωνίας», Μια τούρτα φράουλες με κρέμα, Αθήνα: Ψυχογιός σελ. 128). Η ελαφρά παράφραση του αποσπάσματος είναι αποκλειστική ευθύνη του γράφοντος. 

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

Βιβλιοκριτική στο Fractalart.gr

 

Σκιαμαχία: Ένα ψυχογραφικό μυθιστόρημα απόλυτα προσωπικής γραφής

Ο Γιάννης Λαρής, μια βαθυστόχαστη προσωπικότητα κι ένας ιδιαίτερος εκδότης, είναι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος του Σκιαμαχία του Βασίλη Νάστου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πρόκειται για ένα βαθιά ψυχογραφικό και ψυχαναλυτικό μυθιστόρημα, εμπνευσμένο από τη σύγχρονη ζωή και καθημερινότητα, με αποτέλεσμα κάθε σύγχρονος αναγνώστης να μπορεί να ταυτιστεί τόσο με τον πρωταγωνιστή όσο και με τα υπόλοιπα δευτερεύοντα λογοτεχνικά πρόσωπα. Ωστόσο, θα μπορέσει τόσο ο πρωταγωνιστής όσο και ο αναγνώστης να βρει τις απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα που τον βασανίζουν;

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

Συνέντευξη στο TVXS.GR

 Τι είναι εκείνο που σας ωθεί να γράφετε;

Οι επιρροές της καθημερινότητας, οι  απλές συζητήσεις με τους ανθρώπους που με περιβάλλουν, μια απλή βόλτα στο κέντρο της Αθήνας είναι πάντα η πρώτη ύλη των σκέψεών μου και κατ’ επέκταση της συγγραφής. Το ίδιο και τα βιβλία που κατά καιρούς διαβάζω. Ένας φίλος με πειράζει, γιατί έχω μαζί μου πάντα ένα «μπακαλοτέφτερο» όπως το λέει, όπου καταγράφω σκέψεις παροδικές, στιγμαίες, ώστε να τις διασώσω από τη λήθη. Πολλές φορές δεν είναι εύκολο να συνειδητοποιήσω τι μου προκαλεί τον προβληματισμό και την περισυλλογή, καθώς μια σκέψη προκύπτει εν τέλει ως κράμα της απλότητας της καθημερινής ζωής.

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Συνέντευξη στο Κανάλι Ένα 90.4

 Σύνδεσμος

Συνέντευξη στο Literature.gr

 Σε ποιο έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας θα θέλατε να είχατε ζήσει;

Δύσκολη η απάντηση εδώ. Σίγουρα δεν θα επέλεγα ένα στοχαστικό ή υπαρξιακό. Μάλλον κάποιο που θα είχε ως κύριο στοιχείο τη δράση, την έντονη αφήγηση, τις σαρωτικές εξελίξεις, κάποια σχέση με ένα άλυτο μυστήριο, έναν θρύλο, έναν γρίφο. Ή κάποιο που θα διαδραματιζόταν σε μια σημαντική στιγμή της ιστορίας, να την ζήσω εκ των -λογοτεχνικών- έσω. Κάτι δηλαδή που δεν πολυταιριάζει με την καθημερινή μου ζωή.Έτσι λοιπόν, θα προσανατολιζόμουν μάλλον σε κάποιο μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο, ίσως στο «Εκκρεμές του Φουκώ», στη δίνη μιας παγκόσμιας συνωμοσίας -ή της περί αυτής ψευδαίσθησης- όπου η μεγαλύτερη αναμέτρηση αφορά τα σκοτάδια των ίδιων μας των επινοήσεων. Για καποιον λόγο πάντα ο Καζαουμπόν, ένας από τους ήρωες του βιβλίου, θα αποτελεί για μένα μια φυσιογνωμία που ξεπερνάει τα όρια της λογοτεχνικής επινόησης. Σε ένα άλλο επίπεδο, θα ήθελα να εμπλακώ σε κάποιο από τα επεισόδια που εκτυλίσσονται στον «Άνθρωπο που αγαπούσε τα σκυλιά» του Λεονάρδο Παδούρα. Η ιστορία του Ραμόν Μερκαντέρ είναι μια από τις συγκλονιστικότερες και ταυτόχρονα τις πιο άγνωστες του 20ου αιώνα. Μια ιστορία ζωής που τοποθετείται στο επίκεντρο μιας φούσκας που σκάει, των ονείρων και των ψευδαισθήσεων που βίαια καταρρέουν και συμπαρασύρουν τόσο ένοχους όσο και αθώους, τόσο καιροσκόπους και υπερφίαλους αλαζόνες όσο και ιδεολόγους και ονειροπόλους.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Συνέντευξη στο TexnesOnLine

 Ο Βασίλης Νάστος είναι ο συγγραφέας, που δηλώνει ότι ασχολείται περιστασιακά με τη συγγραφή, κάποιες αυθόρμητες και εξομολογητικές ώρες ενδεχομένως. Παρόλα αυτά μπαίνει δυναμικά στον χώρο του βιβλίου, ολοκληρώνοντας το πρώτο του μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα, λοιπόν, μιας ξεκάθαρα εσωτερικής αναζήτησης του γράφοντος με το «είναι» του αλλά και με το παρελθόν του. «Σκιαμαχία» ο τίτλος αυτού, μια πρόσφατη έκδοση των εκδόσεων Βακχικόν.

Ας αφήσουμε τον ίδιο, όμως, να μας ξεναγήσει στις σελίδες του βιβλίου του και όχι μόνο.

Συνέντευξη στη Βάσω Κανιώτη


Βασίλη, καλώς βρεθήκαμε. Πριν περάσω σε όλα όσα θέλω να μάθω για το βιβλίο σου, θα ήθελα να σε γνωρίσω λίγο περισσότερο. Τόσο ως άνθρωπο, όσο και ως συγγραφέα. Ποιος είναι, λοιπόν, ο Βασίλης Νάστος;

Καλώς σας βρήκα κι εγώ. Θα είμαι όσο πιο σύντομος μπορώ. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, στα Πατήσια. Σε αυτήν την πόλη έχω ζήσει σχεδόν το σύνολο της ζωής μου και με σιγουριά δηλώνω ότι σε μεγάλο βαθμό με καθόρισε τόσο σε επίπεδο νοοτροπίας όσο και σε επίπεδο κουλτούρας και αντιλήψεων. Τουλάχιστον έτσι κρίνω. Σπούδασα ελληνική φιλολογία, ολοκλήρωσα πρόσφατα το διδακτορικό μου στην ιστοριογραφία της ελληνιστικής περιόδου. Εργάζομαι ως φιλόλογος εδώ και 13 χρόνια. Νομίζω ότι αυτά αρκούν ως μια πρώτη σύσταση.

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

Συνέντευξη για το βιβλίο "Σκιαμαχία"

 Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

 


Το μυθιστόρημά σας "Σκιαμαχία" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Τι αποτέλεσε το ερέθισμα για τη δημιουργία του βιβλίου σας;

Η ερώτηση αυτή κρύβει μια εσωτερική δομική δυσκολία. Πολλές φορές δεν είναι ένα ερέθισμα συγκεκριμένο, αλλά ένα σύνολο παραστάσεων, εμπειριών και εντυπώσεων που συλλειτουργούν ως ερεθίσματα για την πρώτη ύλη. Συχνά μάλιστα αυτά δεν γίνονται συνειδητά τη στιγμή της εντύπωσής τους, αλλά λειτουργούν ως λανθάνουσες επιρροές. Για τον λόγο αυτόν δεν μπορώ να απαντήσω με ακρίβεια. Σίγουρα, όμως, μπορώ να πω ότι η «Σκιαμαχία» στηρίχτηκε σε ένα σύνολο σκέψεων και σύντομων αρχικά εξιστορήσεων, που στην πορεία απόκτησαν αφηγηματική συνοχή. Σε μεγάλο βαθμό οι περίπατοι στο κέντρο -κυρίως- της Αθήνας ήταν η πρώτη ύλη για τις εικόνες που θα συναντήσει κανείς στη «Σκιαμαχία». Η πόλη δημιουργεί ένα τεράστιο σε πλήθος και με χαοτική εσωτερική δομή σύνολο παραστάσεων, το οποίο κινητοποιεί τον νου, το συναίσθημα και τη φαντασία με ξεχωριστό κάθε φορά τρόπο, ακριβώς επειδή στηρίζεται στη διαρκή κίνηση, την έμφυτη, κατά τη γνώμη μου, ρευστότητα του αστικού τοπίου και την ιδιαίτερή του ισορροπία. Γι’ αυτό και ο Γιάννης Λαρής διαρκώς προβληματίζεται πάνω στο ζήτημα της αλλαγής, ως φυσική τάσης του ανθρώπου. Οι άνθρωποι της πόλης, ειδικά της πόλης του 21ου αιώνα που κινούνται μετεωριζόμενοι στην αβεβαιότητα κυνηγώντας τη βεβαιότητα και τη σταθερότητα, πάντοτε με προβλημάτιζαν. Αυτοί οι άνθρωποι, γνωστοί και άγνωστοι, αποτέλεσαν ένα κράμα για τα πρόσωπα που εμφανίζονται στη «Σκιαμαχία».

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2021

Άνθρωποι και μιζεράνθρωποι

Είναι εντυπωσιακό πόσο λίγα αρκούν στον άνθρωπο για να χαμογελάσει. Μια εικόνα, μια στιγμή, μια σκέψη, μια στιγμιαία αλληλεπίδραση, μια αυθόρμητη κίνηση, μια κουβέντα αρκούν για να προκαλέσουν μια, φευγαλέα έστω, αίσθηση ευδαιμονίας, μια στιγμή ανερμήνευτης ευτυχίας.

Πριν δυο χρόνια δεν είχα αντιληφθεί ποτέ, δεν είχε χρειαστεί άλλωστε, πόσο σημαντικό είναι να βλέπεις το πρόσωπο των ανθρώπων στον δρόμο, να πέφτει το βλέμμα σου πάνω στον άγνωστο. Το θεωρούσα κάτι δεδομένο, κάτι φυσικό. Συχνά μάλιστα περπατούσα, φροντίζοντας το βλέμμα μου να μην πέσει πάνω στον τυχαίο διαβάτη, κάτι σαν μια άσκηση διακριτικότητας. Όχι πια. Τώρα, το ομολογώ, επιδιώκω να βλέπω όποτε μπορώ τα πρόσωπα των διαβατών, τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά, την έκφραση των προσώπων τους. Με ελκύει το χαμόγελο της κάθε άγνωστης περαστικής και του κάθε τυχαία διερχόμενου από το πλάι μου. Φοβάμαι ότι κάποιες φορές έχω υποπέσει στην αδιακρισία. Το φοβάμαι, αλλά δεν ντρέπομαι. Μου είχε λείψει να βλέπω τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ενάμιση χρόνο βυθισμένοι στην καραντίνα και την (αυτο)απομόνωση χάσαμε πολλά, αλλά κυρίως χάσαμε την εξοικείωσή μας με τη φυσική παρουσία των συνανθρώπων μας. Και μέσα από τη σταδιακή επάνοδό μας στην κοινωνική ομαλότητα μπορούμε και εξερχόμαστε από το γκρίζο των ημερών που πέρασαν.

Δεν τρέφω αυταπάτες. Γνωρίζω ότι ο κορονοϊός δεν ανήκει στο παρελθόν. Τα εμβόλια είναι το πρώτο μεγάλο χτύπημα που επιτύχαμε, ωστόσο χρειαζόμαστε και άλλες νίκες. Γνωρίζω ότι τον χειμώνα ίσως χρειαστεί η ανθρώπινη επαφή και πάλι να περιοριστεί -ελπίζω όχι τόσο σκληρά όσο τα προηγούμενα δύο χρόνια- και ότι η μάσκα θα καλύψει και πάλι τα πρόσωπά μας σε βαθμό μεγαλύτερο από τον τωρινό. Ωστόσο, ελπίζω. Ήταν μια λέξη που κάποια στιγμή το περιεχόμενό της φάνταζε να πηγάζει από τις διηγήσεις του παρελθόντος. Όχι πια.

Το μεγαλύτερο κέρδος της τελευταίας διετίας ήταν η δυνατότητά μας να διακρίνουμε αυτούς που βολεύτηκαν στη μιζέρια της, που -ακόμα χειρότερα- επένδυσαν σε αυτήν. Αυτούς που δεν φοβούνται το γκρίζο που μας περιβάλλει, αλλά το βλέπουν ως μια βολική φενάκη των επιδιώξεων ή της αδράνειάς τους. Σαν να είναι σαπρόφυτα, τρέφονται από τη μιζέρια, τον φόβο, την ανασφάλεια, τη δυστυχία. Δεν είναι λίγοι, δυστυχώς. Είναι κάποιοι που αρέσκονται να τεντώνουν τον δείκτη του χεριού τους, να δείχνουν τους άλλους, τους «αδιάφορους», τους «ανώριμους», τους «υπεύθυνους», που αποζητούν να ρίξουν τους «υπαίτιους» στην πυρά, να ικανοποιήσουν το λαϊκό αίσθημα για απόδοση ευθυνών. Είναι αυτοί που θεωρούν ότι πάντα φταίνε «οι άλλοι», οι όποιοι άλλοι. Αλλά είναι και οι ίδιοι που στην πρώτη ευκαιρία, όταν τα φώτα δεν είναι στραμμένα πάνω τους, θα αδιαφορήσουν για το περίφημο «κοινό καλό» και την «κοινή λογική». Αλαζόνες, έτοιμοι να δικάσουν αλλά και έτοιμοι να κάνουν επίδειξη της ανωτερότητάς που θεωρούν ότι τους διακρίνει. Μίζεροι κριτές, αυτοεξαιρούμενοι από το κοινωνικό σύνολο.

Ο φόβος ήταν -και παραμένει- το πιο ισχυρό συναίσθημα της περιόδου που διανύσαμε και εξακολουθούμε να διανύουμε. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που προσπάθησαν να βγουν στον αφρό εκμεταλλευόμενοι το συναίσθημα αυτό και προσφέροντας εύκολες και απλές απαντήσεις. Ήταν αυτοί που στην αρχή δεν πίστευαν στον ιό: ο ιός ήταν ένα ψέμα, ήταν μια κοροϊδία να μας κλείσουν στα σπίτια μας. Στην πορεία, επειδή ο ιός αποτελούσε μια αυταπόδεικτη κοινωνική πραγματικότητα, ανασκεύασαν το τροπάριο. «Ιός υπάρχει, αλλά δεν είναι τόσο επικίνδυνος, όσο λένε». Τώρα κάνουν νέα «καριέρα» ως αρνητές των εμβολίων, επενδύοντας και πάλι στον εύλογο φόβο του κόσμου. Ωστόσο, αν ερωτηθούν για το ποια εναλλακτική βλέπουν στο αδιέξοδο που διανύουμε, εκεί δεν αισθάνονται την ανάγκη να απαντήσουν. Θέλω εδώ να είμαι σαφής: δεν αναφέρομαι σε όσους φοβούνται το εμβόλιο ή διατηρούν επιστημονικής φύσης επιφυλάξεις, οι οποίες και αυτές πλέον κάμπτονται. Αναφέρομαι σε όσους επενδύουν στην τρομολαγνεία και στη διασπορά της ψευδολογίας γύρω από το εμβόλιο και την αναγκαιότητά του, στους επιστημολογούντες κομπογιαννίτες που περιμένουν τη βουή και την αντάρα να ακουστούν.

Τρομακτικό είναι και το πολιτικό κεφάλαιο που επενδύθηκε είτε στη θριαμβολογία είτε στη στείρα αντιπολίτευση κατά την περίοδο της πανδημίας. Μια πομπώδης περιαυτολογία «για την Ελλαδίτσα που τα καταφέρνει περίφημα» και τους «Υπουργούς που δεν θα πάνε διακοπές» που προσέκρουε συχνά στις κενολογίες έμμεσης αμφισβήτησης ακόμα και της αξίας του εμβολιασμού, στην έμμεση καταγγελία περί «ξεστοκαρίσματος». Μίζερες τακτικές επιδίωξης του εφήμερου κέρδους και οι δύο. Μίζερη επίσης και η στάση κάποιων, ελάχιστων ευτυχώς, να ονειρεύονται νέα lockdowns, νέες αναστολές εργασίας, αδυνατώντας να σκεφτούν την κοινωνική καταστροφή που όλα αυτά συνεπάγονται.

Υπάρχει ένα κοινό γνώρισμα σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις: μια ματαιόδοξη ή κενόδοξη εγωπάθεια και μια αμηχανία στη διαχείριση της επιστροφής στην κοινωνική ομαλότητα. Και μια κοινή συνισταμένη: καμιά τέτοια στάση και συμπεριφορά δεν μπορεί να προξενήσει το χαμόγελο στον δέκτη της. Κανείς δεν μπορεί να χαμογελάσει όταν στοχοποείται ως ανεύθυνος, όταν ακουεί τρομολαγνικές ψευδοεπιστημονικές αναλύσεις, όταν βλέπει τη ζωή του να γίνεται όχημα πολιτικής προπαγάνδας, όταν ακούει κόσμο να ονειρεύεται έμμεσα την καταστροφή μας.

Είναι, όμως, η πλειονότητα της κοινωνίας αυτή που θα χαράξει τον δρόμο και πάλι. Αυτή που αισθάνθηκε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της και πάλεψε να την επαναφέρει, αυτή που φοβήθηκε αυτό το ξαφνικό γκρίζο περίβλημα που τύλιξε τις ζωές μας και έδωσε -και συνεχίζει να δίνει, από το κάθε πιθανό πόστο- τη δική του, αθόρυβη συχνά, μάχη ενάντια στον φόβο, τον παραλογισμό, τη μελαγχολία. Και, περπατώντας στον δρόμο, είναι εύκολο να τους διακρίνεις, αν κοιτάξεις τα πρόσωπά τους: είναι αυτοί που αδημονούν να χαμογελάσουν και πάλι.

δημοσιεύτηκε

Σάββατο 1 Μαΐου 2021

Ο ορθολογισμός στη εποχή της πανδημίας και των εμβολίων

 Η πληροφορία που διακινείται στην εποχή μας είναι χαώδης. Κείμενα, βίντεο, εικόνες, γραφήματα, γελοιογραφίες, «memes» και άλλα πολλά συνθέτουν ένα σύνολο που είναι δύσκολο να προσπελαστεί από τον μέσο άνθρωπο. Η διαχείριση της πληροφορίας και η διάκριση αυτής που στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα από αυτήν που στηρίζεται σε τυχαία δεδομένα και από αυτήν που δεν στηρίζεται σε κανένα δεδομένο αποτελούν την πρόκληση της εποχής μας και την πόρτα προς το μέλλον. Η δε διαχείριση αυτή σε συνθήκες κοινωνικού παροξυσμού, όταν και κάθε επιτήδειος επιδιώκει να θολώσει τα νερά μόνο και μόνο για να κάνει «το κομμάτι του», είναι πέρα από ιδιαίτερα δύσκολη και ένα στοιχείο  που φανερώνει τον βαθμό ωριμότητας μιας κοινωνίας. Δείχνει το βάθος στο οποίο έχουν φτάσει οι ρίζες του ορθολογισμού.

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Το μίσος

Από τη μία μεριά, ενταταλμένα «όργανα της τάξης» για τη διαφύλαξη της ασφάλειας του πολίτη χτυπούν και απειλούν αδιακρίτως -ιδιαίτερη περί της τάξης αντίληψη, αλήθεια! Από την άλλη μεριά, ένα τσούρμο από θραύδειλα τσογλάνια ορμά σαν κοπάδι από λυσσασμένες ύαινες σε ένα πεσμένο αστυνομικό -τι επαναστατική ανδρεία! Στη μέση μια κοινωνία αμήχανη, φοβισμένη, εξαντλημένη παρακολουθεί τις εξελίξεις, θέλοντας να φωνάξει μα αδυνατώντας να βγάλει έστω έναν ψίθυρο. Στην κορυφή μια πολιτειακή ηγεσία που ενδιαφέρεται μόνο για την επικοινωνιακή διαχείριση και επιχειρεί με γενικεύσεις, συμψηφισμούς και έναν ανόητο κυνισμό να υπεραπλουστεύσει συνθηματολογικά τα πράγματα. Βοηθάει και η αντιπολίτευση σε αυτό, με τις εντυπωσιακές της ρητορικές εμπνεύσεις -νέα προσθήκη στο ρητορικό της οπλοστάσιο ο όρος «Χρυσοχουντίδης». Δεν μπορώ να πω, αν τον είχε φανταστεί 16χρονος θα ήταν ευρηματικός. Τώρα για πρώην Υπουργό, τα σχόλια περιττεύουν... Και υπόβαθρο όλων μια ασταθής κοινωνική πραγματικότητα που φαντάζει αδιέξοδη και προεξοφλεί μελλοντικές αναταράξεις.

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Το κράτος δικαίου χρωστάει μια ακόμα νίκη επί του Κουφοντίνα

Κάποιες σκόρπιες σκέψεις συνθέτουν το κείμενο αυτό, όχι εν είδει επιχειρήματος μα πιο πολύ ως πρώτη ύλη για τη διαμόρφωση ενός αμήχανου προβληματισμού. Θυμάμαι ακόμα τη σύλληψη των μελών της 17 Ν. -εκείνη την ημέρα που έσκασε η χειροβομβίδα του Σ. Ξηρού στα χέρια του ήμουν 18χρονο παιδί στα Πατήσια στη Φυτευτή και έπαιζα μπάσκετ, όταν ήχος ελικοπτέρων κάλυψε τον γδούπο της μπάλας στο τσιμεντένιο δάπεδο του γηπέδου. Ήταν η περιβόητη γιάφκα, βλέπετε, ένα τετράγωνο πιο πάνω.

Πάνε από τότε 18-19 χρόνια, κάπου τόσα. Η σύλληψη των πρωτίστως δολοφόνων και κατ’ επέκταση τρομοκρατών της 17 Ν. ήταν μια μεγάλη νίκη του κράτους δικαίου -και, γιατί όχι, της δημοκρατίας. Ως δολοφόνοι οδηγήθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης, ως δολοφόνοι κρίθηκαν και ως δολοφόνοι φυλακίστηκαν. Η πολιτεία διασφάλισε για αυτούς ό,τι ακριβώς όφειλε -ό,τι την καθιστά αξιακά κυρίαρχη στις σύγχρονες κοινωνίες. Διασφάλισε την απόδοση της δικαιοσύνης.

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

Η «κανονικότητα» και άλλα φανταστικά τέρατα της εποχής μας

 Είχατε προσπαθήσει ποτέ με όλες σας τις δυνάμεις να γίνετε δεκτή/ός σε ένα «άντρο ανομίας»; Σχεδιάζατε ποτέ να περάσετε ένα όμορφο σαββατόβραδο σε ένα μπαρ στο «άβατο των Εξαρχείων»; Αντιληφθήκατε ποτέ ότι, κλεισμένοι μέσα στο αυτοκίνητό σας κάπου στη Λεωφόρο Κηφισίας, μπερδεμένοι μέσα στους λαβυρίνθους της ελληνικής γραφειοκρατίας και απογοητευμένοι από την κομματοκρατία, βιώνατε την «κανονικότητα»; Όταν η πανδημία μπήκε στη ζωή σας, επισκεφθήκατε ποτέ κάποιον φίλο ή κάποια φίλη σας για να συμμετάσχετε σε ένα ξέφρενο και ανεύθυνο «κορονοπάρτι»; Και σκεφτήκατε ποτέ ότι είστε απόλυτα υπεύθυνοι που η επιστροφή στην «κανονικότητα» καθυστερεί, καθώς δεν επιδεικνύετε την αρμόζουσα για την εποχή «ατομική ευθύνη»;