Κάποιες φορές
αναρωτιέσαι πώς μπορείς να περιγράψεις με λόγια ό,τι έχεις ζήσει, ό,τι σε έχει
σημαδέψει πνευματικά, ηθικά, αντιληπτικά. Η πρώτη σκέψη είναι ότι δεν μπορείς
και απλά πρέπει να εγκαταλείψεις την προσπάθεια, για να μην δεις αποτυπωμένο
ένα αποτέλεσμα που υστερεί σε σχέση με ό,τι είχες στο μυαλό σου. Και τότε
υπεισέρχεται το στοιχείο της πρόκλησης. Και του χρέους, ενός χρέους που δεν
ορίζεται με το στείρο υπολογιστικό πνεύμα μιας εποχής που μας επιτάσσει να
αξιολογούμε ακόμα και το λόγο για τον οποίο αναπνέουμε, αλλά με βάση την
ορμέμφυτη τάση να εκφραστείς και να εκφράσεις ό,τι βασανίζει το μυαλό σου. Η
είδηση του θανάτου του Ουμπέρτο Έκο ένα χρόνο πριν με βρήκε κάποιο πρωινό
Σαββάτου, ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω για δουλειά. Μπορώ να πω όχι απροετοίμαστο
ψυχολογικά, καθώς, θυμάμαι ακόμα, είχα πρόσφατα αγοράσει το τελευταίο του
μυθιστόρημα, «Φύλλο Μηδέν», και, αποστρεφόμενος στη σύντροφό μου, είπα: «Είναι
πολύ πιθανό να είναι το τελευταίο του». Διαισθητικά, κάτι μέσα μου αυτό έλεγε.
Πολλοί
προτάσσουν, αναφερόμενοι στον Έκο, την ιδιότητα του ακαδημαϊκού, του
σημειολόγου ή του φιλόσοφου ή, ακόμα, και του κριτικού λογοτεχνίας. Τον γνώρισα
ως μυθιστοριογράφο και, μέσα από αυτήν του την ιδιότητα, προσέγγιζα πάντα και
τις υπόλοιπες. Δεν θα πω το τετριμμένο ότι σημάδεψε τη σκέψη μου. Πολύ βαρύ
αυτό και πολύ πρόωρο. Θα πω, όμως, ότι διαρκώς μου δημιουργούσε –και μου
δημιουργεί ακόμα – έναν ειλικρινή θαυμασμό. Και απορίες, πολλές από τις οποίες
δεν θα λυθούν ποτέ.