Πότε,
αλήθεια, αποτυγχάνει μια εταιρεία, μια κυβέρνηση, μια εξουσία, μια οποιαδήποτε
οργανωτική και διοικητική δομή, ένα κάποιο «σύστημα»; Σίγουρα, όταν αποτυγχάνει
να δώσει απαντήσεις και να βρει λύσεις σε περιόδους ή περιπτώσεις που
δοκιμάζεται. Πότε αρχίζει να εκτροχιάζεται; Όταν παράγει περισσότερες ερωτήσεις
από τις απαντήσεις που δίνει. Και πότε φαίνεται ότι επιδιώκει να «συγκαλύψει»
την αποτυχία του, αποφεύγοντας τη γνωστοποίησή της; Όταν παράγει σκόπιμα ερωτήματα
και δαιμονοποιεί κάθε απάντηση που αντιβαίνει στη «σοφία» του. Μια «σοφία» που
-σημειωτέον- δημιούργησε την προβληματική και δυσεπίλυτη κατάσταση στην οποία
έχει περιέλθει.
Η
Ελλάδα –και όχι μόνο η Ελλάδα- βρίσκεται εδώ και κάποια χρόνια σε ένα αδιέξοδο,
κοινωνικό, πολιτικό και πνευματικό. Απότοκό τους είναι και το οικονομικό. Σε
αυτήν την πραγματικότητα, θα ήταν λογικό, να διαπιστωθεί το πρόβλημα, να
ερευνηθούν οι αιτίες και να μελετηθεί κάποια νέα προσέγγιση. Έστω ότι αυτό
έγινε με την υπαγωγή της χώρας στο μνημόνιο –θέση που με βρίσκει διαφωνούντα,
αλλά υφίσταται ως βάση συζήτησης. Από τότε έχουν περάσει 6,5 χρόνια και η
κατάσταση βαίνει προς το χειρότερο διαρκώς. Αυτό και μόνο φανερώνει ότι η τότε «λύση»
ήταν λάθος. Εν τούτοις, όσοι ζητούν μια αλλαγή στην προσέγγιση του ζητήματος
περιθωριοποιούνται, πολιτικά και κοινωνικά. Σε μεγάλο βαθμό δαιμονοποιούνται ως
εχθροί της δημοκρατίας, της Ευρώπης και της «σταθερότητας» από τις πολιτικά και
δημοσιογραφικά κυρίαρχες δυνάμεις, οι οποίες παρουσιάζουν συμπτώματα νοητικής
ακαμψίας έναντι στο πρόβλημα και προσανατολίζονται σε μονολογικές
συνωμοσιολογικού τύπου συζητήσεις (όρος του Taguieff) χωρίς αντίλογο, αρνούμενες να δεχτούν ό,τι το διαφορετικό.