Ξαφνικά η
πόρτα άνοιξε. Ο διευθυντής μπήκε στο δωμάτιο. Τώρα που το ξαναθυμάμαι, τίποτα
δεν συνέβη ξαφνικά. Η άφιξή του ήταν αναμενόμενη. Ο ασθενής ήταν φίλος του, από
τα φοιτητικά ακόμα χρόνια, και, πλέον, υποδιευθυντής στο νοσοκομείο. Ένα σκαλί
κάτω στην ιεραρχία, μια ιεραρχία που συμπληρώνει στον απόλυτο βαθμό την αίσθηση
του χρέους που πηγάζει τόσο από το λειτούργημα, όσο και από μια μακροχρόνια και
ειλικρινή φιλία. Ωστόσο, ο κ. Τσουρής θέλει τα πάντα να γίνονται –ή να
μοιάζουν, έστω, ότι γίνονται- ξαφνικά. Ειδικά αυτά, στα οποία ο ίδιος μπορεί να
διεκδικήσει το ρόλο του επί σκηνής πρωταγωνιστή. Έχει, άλλωστε, η παρουσία του
κάτι το θεατρικό.
-Καλημέρα, Τζιμάκο.
Ναι, ο υποδιευθυντής του νοσοκομείου μπορεί να
λέγεται και Τζιμάκος, ειδικά όταν είναι ασθενής και τον προσφωνεί ένας
παλιόφιλος. Κάπου εκεί χάνεται η αίγλη του αξιώματος, περισσεύει άλλωστε.
-Αισθάνεσαι καλύτερα
σήμερα;
- Καλύτερα, έχω
ανακτήσει τις δυνάμεις μου, αλλά έχω πυρετό. Για την ακρίβεια το πρωί ανέβηκε
στο 39 και πάλι. Τώρα φαίνεται να υποχωρεί.
Αυτή
η αναφορά του ασθενή στον πυρετό ήταν η καλύτερη αφορμή για τον κ. Τσουρή.
Κοίταξε φευγαλέα τον περίγυρό του, τους επισκέπτες του κ. Γκίκα. Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα
πάνω του, περίμεναν την απάντησή του. Χωρίς αγωνία, μάλλον με μια λογική
αμηχανία που δημιουργείται, όταν ένας γιατρός θα πάρει το λόγο για να απαντήσει
στον ασθενή.