Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Ένα τετράγωνο, λίγο κάτω από την Κολιάτσου


Το τετράγωνο. Νομίζω λίγοι είναι αυτοί που θα εντάξουν την έννοια «τετράγωνο» σε αυτές που σκαλίζουν την ψυχοσυναισθηματική υπόσταση του ανθρώπου, πυροδοτούν τη φαντασία ή, έστω, κινητοποιούν κάποια διαδικασία συνειρμική. Το τετράγωνο στην ευκλείδεια γεωμετρία είναι το σχήμα που είναι ορθογώνιο και ρόμβος ταυτόχρονα, ίσως το πιο αυστηρό σχήμα που μπορεί να σχηματοποιήσει ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Το τετράγωνο είναι και η δεύτερη δύναμη στα μαθηματικά, συνώνυμη με την δυνατότητα πολλαπλασιασμού ενός όρου επί του εαυτού του, έννοια αυστηρή επίσης. Ο δε τετραγωνισμός του κύκλου αποτελεί το αιώνιο άλυτο μαθηματικό πρόβλημα, πρόβλημα δεσμευόμενο στην ίδια την αυστηρότητα των συστατικών του στοιχείων. Με λίγα λόγια, η έννοια «τετράγωνο» αντανακλά ίσως ό,τι πιο στατικό, σαφές και ακριβές μπορεί να υπάρχει στη φύση. Ό,τι πιο λογικά καθορισμένο. Η τετράγωνη λογική, το λογικό τετράγωνο.
Για όλους όσοι μένουμε στα αστικά κέντρα, η έννοια τετράγωνο αντανακλά κάτι πιο καθημερινό και, δυστυχώς, πρακτικό, καθώς τα «τετράγωνα» είναι αυτά που συνθέτουν την ίδια την ζωή της πόλης. Τα αστικά τετράγωνα οριοθετούν και προσδιορίζουν ό,τι υπάρχει, κινείται, κατοικεί, εργάζεται, υπάρχει σε μια πόλη. Ταυτόχρονα, μέσα σε αυτά θα βρούμε και ό,τι αναπνέει και χάνει την ανάσα του, ό,τι ελπίζει και απελπίζεται, ό,τι αισθάνεται και χάνεται, ό,τι ζει και πεθαίνει μέσα στην πόλη. Τη δεύτερη διάσταση του τετραγώνου σπάνια τη θυμόμαστε. Τα τετράγωνα είναι χωροταξικά προσδιορισμένες οικοδομικές οντότητες, πολύβουες, γεμάτες ενέργεια στο εσωτερικό τους, με ιστορίες που περιχαρακώνονται στη μονάδα ή το μικρό σύνολο που άμεσα αφορούν ή αλληλεπιδρούν με τις άλλες. Μέσα στο αστικό οικοδομικό τετράγωνο ισχύει συνήθως το αξίωμα πως «δεν ξέρεις ποιος μένει δίπλα σου», κάτι που δημιουργεί ακόμα περισσότερα, μικρά σε έκταση και ισχύ, πεδία ενέργειας. Αυτά για τα εσωτερικό των αστικών τετραγώνων. 

Το εξωτερικό είναι μια άλλη ιστορία, σε όλους πιο οικεία, καθώς είναι η εκτεθειμένη μεριά του τετραγώνου, η οποία συγκαλύπτει το απρόσωπο εσωτερικό και συμβάλλει στην επικοινωνία, κάποιες φορές και ως πρόφαση, των ανθρώπων που το συναποτελούν υπαρκτικά. Μικρά μαγαζιά και επιχειρήσεις πάσης φύσεως, προσόψεις πολυκατοικιών που φανερώνουν ότι η ανωνυμία των αστικών τετραγώνων δεν είναι κάτι που προέκυψε φυσικά, αλλά μια βολική δικαιολογία, για να ερμηνεύουμε τον εγκλεισμό στον εαυτό μας. Ωστόσο, και τα αστικά τετράγωνα δανείζονται κάτι από την αυστηρότητα του κλασικού μαθηματικού ή γεωμετρικού τετραγώνου. το τετράγωνο αποτελεί από τη φύση του ίσως –δεν είμαι μαθηματικός, με βάση τις εντυπώσεις μου μιλάω- την πιο ασφαλή βάση, ως το πιο συμπαγές και σταθερό σχήμα. Αποτελούν, λοιπόν, τη στερεή βάση διαμόρφωσης των στοιχείων αυτών που συνθέτουν σήμερα ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως αστική κοινωνία –με κριτήρια όχι ταξικά, αλλά χωροταξικά εδώ. Και είναι η πρωταρχική βάση συνειδητοποίησης και αυτοσυνειδησίας όσων μεγαλώνουν μέσα στο αστικό αυτό πλαίσιο.
Ένα τετράγωνο κάτω από την Πλατεία Κολιάτσου αποτέλεσε και τη δική μου «βάση ανάπτυξης», το τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Κορθιού- Σερίφου-Σίφνου-Αιλιανού. Δεν γνωρίζω αν έχει τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν ένα γεωμετρικό τετράγωνο και, παρόλο που πλέον είναι πολύ εύκολο να το μάθει κανείς, δεν έχω την παραμικρή περιέργεια. Έχει, πάντως, όλα τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν ένα αστικό τετράγωνο. αυτό αρκεί. Πάνε χρόνια που δεν μένω πια εκεί. Σήμερα, για λόγο που δεν έχει καμία απολύτως σημασία, αποφάσισα να κάνω μια βόλτα –μόνος- στην παλιά μου γειτονιά. Ήταν μεσημέρι, γύρω στις τέσσερις.

Από την Πάτμου κατηφόρισα στη Σερίφου και εκεί έστριψα στην Κορθίου. Μια απροσδιόριστη ενέργεια με οδηγούσε, σχεδόν δεν σκεφτόμουν εγώ, τα βήματά μου όριζαν την πορεία και εγώ τα ακολουθούσα κοιτώντας σαν τον τουρίστα τον περιβάλλοντα χώρο σχεδόν περισκοπικά και με το βλέμμα να στρέφεται πότε στην ευθεία, πότε προς τα πάνω και πότε προς τα κάτω. Σκέφτηκα το πώς ήμουν εκείνη τη στιγμή, πώς ήμουν εμφανισιακά, πώς ήμουν ντυμένος και ένα γέλιο αυθόρμητο μόλις που πρόλαβα να το πνίξω. Όχι ότι η εικόνα μου δεν μού άρεσε, άλλωστε εγώ την έχω διαμορφώσει, αλλά, να, πώς να το κάνουμε, όταν περπατούσα στα βήματα του παρελθόντος μου «εγώ» εκείνη τη στιγμή διαπίστωνα πως ακολουθούσα μια σκιά που φανταζόμουν πως ήταν η δική μου. Στην πραγματικότητα ήταν ενός άλλου άνθρωπου, μια σκιά επινοημένη, μια σκιά που σκόπιμα τη φανταζόμουν. Ο σκοπός δεν πηγάζει, άλλωστε, μόνο από τη λογική. Μην υποτιμάμε τόσο το συναίσθημα. Εκεί στη γωνία Σερίφου και Κορθίου ήταν –κάποτε- ένα μικρό μαγαζάκι με βίδες, παξιμάδια, λάμπες, χρώματα ό,τι υλικό και πρώτη ύλη μπορεί να χρειαστεί ένα σπίτι. Δεν το πολυσυμπαθούσα εκείνο το μαγαζάκι, ίσως και λόγω ηλικίας. Ό,τι εμπορευόταν μού ήταν παντελώς αδιάφορο. Είπα «ήταν», καθώς πλέον δεν «είναι» εκεί. «Νοικιάζεται» ο χώρος. Ακριβώς δίπλα είναι το νούμερο 11, στον πέμπτο όροφο το σπίτι μου –το δεύτερο, το πρώτο ήταν στο νούμερο 19, στον τρίτο. Ο πίνακας με τα κουδούνια διαλυμένος, ξεκοιλιασμένος, ελάχιστα ονόματα, μια πολυκατοικία φάντασμα. Δεν γνωρίζω το λόγο, ας μην προτρέχουμε. Οι άλλες πολυκατοικίες έστεκαν υγιείς πλάι της –ή, τουλάχιστον, ήταν υγιείς οι πίνακες με τα ονόματα. Περπατώντας την Κορθίου η ματιά μου έπεσε σε κάποιες ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια των διαμερισμάτων που κυμάτιζαν –άσκοπα, κατά τη γνώμη μου, αλλά κυμάτιζαν και συνέθεταν την αισθητική του δρόμου- και σε μια κρεμασμένη φρεσκοπλυμένη ποδοσφαιρική εμφάνιση με το νούμερο 34 στην πλάτη. Δεν παρατήρησα όνομα παίχτη ή ομάδας, αν ήταν μπασκετική σίγουρα θα το είχα κάνει.
Έφτασα στο τέλος της Κορθίου, γωνία με Σίφνου. Εκεί ήταν ένα ψιλικατζίδικο, ιδιοκτήτης του ένας παππούλης, πατέρας της κυρα-Βάσως, το όνομά του δεν το θυμάμαι, εδώ με πρόδωσε η μνήμη. Συμπαθής εκείνος ο παππούλης και γι’ αυτό έμεινε στη μνήμη μου έτσι, ως «ανώνυμος συμπαθής παππούλης». Αλλά και εκείνος φαινόταν να με συμπαθεί. Είχε, βέβαια, τους λόγους του. Από εκεί προμηθευόμουν κάθε Τετάρτη –ακόμα το θυμάμαι- το «Τρίποντο», παρά την γκρίνια του πατέρα μου, από εκεί αγόραζα μέχρι την εφηβική, ή και νεανική, μου ηλικία το «Μίκυ Μάους», από εκεί έπαιρνα τα παγωτά και τα αναψυκτικά μικρός, τις μπίρες μεγαλύτερος. Από εκεί και τις εφημερίδες. Ναι, με συμπαθούσε ο πατέρας της κυρά-Βάσως, μακαρίτης πλέον, νά ‘ναι καλά εκεί που είναι.
Στρίβοντας στη Σίφνου ήταν το πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ της κυρα-Βάσως –ναι, της κόρης του συμπαθή παππούλη. Ήταν παχουλή η κυρά-Βάσω, με μια μεγάλη ελιά πάνω από το δεξί της χείλος και με χέρια τριχωτά. Μου έκαναν εντύπωση από μικρός που ήμουν τα χέρια αυτά, τα νόμιζα για αντρικά που λάθεψαν στο σώμα. Και η κυρά-Βάσω με συμπαθούσε, πιο πολύ ίσως από τον πατέρα της. Είχε φροντίσει ο παππούς μου για αυτό. Κάθε μέρα με έστελνε να την επισκέπτομαι. Ένα δελτίο ΛΟΤΤΟ -τότε το ΤΖΟΚΕΡ ήταν ακόμα βυζανιάρικο και το ΚΙΝΟ δεν το έμαθα ποτέ τι είναι-, ένα κουπόνι ΠΡΟΠΟ με την ελπίδα για δεκατριάρι, λίγο ιππόδρομο, ο παππούς μου το στήριζε το πρακτορείο. Και η κυρά-Βάσω μού χαμογελούσε.
Κατηφορίζοντας τη Σίφνου είδα ένα μεγαθήριο Super Market να έχει ανοίξει. Έκτρωμα, αλλά απαραίτητο, τι να κάνεις; Η κάβα του Αποστόλη απέναντι στέκει μια χαρά. Δεν είδα αν ήταν μέσα και ο ίδιος. Πιθανότατα να ήταν, αλλά έτσι όπως έχω γίνει, πού να του λέω και πού να μου λέει. Σε λίγο η καρδιά μου σφίχτηκε, σφίχτηκε πολύ. Περνούσα στο επόμενο αστικό τετράγωνο, η Αιλιανού, άλλωστε, εφάπτεται και των δύο, συμβάλλει στη δημιουργία του πολεοδομικού ιστού.
Η πίσω μεριά της Φυτευτής, στο βάθος το γήπεδο που κάποτε παίζαμε μπάσκετ, μπροστά δέντρα νεκρά και χλωρά,
συνύπαρξη του παρελθόντος που πέθανε, αφού πρώτα  γονιμοποίησε το παρόν, με το παρόν, που υπάρχει και θα γεννήσει με τη σειρά του.

 Η θέα της Φυτευτής ποτέ δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Κάποτε ήταν ο ναός η Φυτευτή. Νομίζω δεν έχω περάσει σε άλλο μέρος περισσότερες ώρες. Σήμερα έμοιαζε βιασμένη. Ούτε ένας ήχος από μπάλα που αναπηδά, αντίθετα ξεροί ήχοι από μπάλες αντηχούσαν. Οι τέσσερις ρακέτες, στις οποίες κάποτε μαζευόταν η μπασκετική αφρόκρεμα της περιοχής για μονά σχεδόν θρυλικά, έδειχναν να κρέμονται μαραμένες, με τον κορμό τους στερεωμένο και πλέον κούφιο, άνευρο, σχεδόν νεκρό, χωμένο στο παλιοκαιρισμένο τσιμεντένιο παρκέ, σκασμένο από την υγρασία. Οι εξέδρες στο πλάι του γηπέδου πλέον δεν υπήρχαν, άγνωστο το τι απέγιναν. Μέσα, στα δύο κάθετα γήπεδα, έπαιζαν –θου, Κύριε- ποδόσφαιρο και ένα άθλημα με ένα μικρό μπαλάκι και κάτι ξύλινα μπαστούνια, κρίκετ νομίζω. Στάθηκα εκεί στο φράχτη, τη συρμάτινη περίφραξη που χωρίζει όσους αθλούνται και τους διερχόμενους ή περιστασιακούς παρατηρητές –τυχαία με αφορούσαν εκείνη τη στιγμή και οι δύο ιδιότητες. Πλάι μου ένας Αφρικάνος, 40άρης υποθέτω, ψηλός, παχύς, αμίλητος, με ευγενική όψη, μάλλον μελαγχολική. «Δεν παίζουν μπάσκετ πια εδώ, ε;», «μπάσκετ; No», «πάει καιρός που σταμάτησαν;», «ναι, καιρός». Λακωνικός, σχεδόν αμίλητος, σαν να παρατηρούσε κάτι που αδυνατούσα να καταλάβω. Ίσως πάλι απλά να του χάλασα την ησυχία. Το καταλαβαίνω. Έφυγα, σφίγγοντας λίγο τα δόντια. Πήρα την Αγίας Παρασκευής, την κάτω μεριά του δεύτερου οικοδομικού τετραγώνου. Γέλασα αυθόρμητα. Πάνε χρόνια, αλλά να, από εδώ επάνω, μια κυρία μου έκανε παρατηρήσεις κάθε μέρα σχεδόν, όταν, καλοκαιριάτικα, πήγαινα με μια μπάλα και τέσσερις η ώρα προκαλούσα ρωγμές στην ησυχία της –μεσημβρινή κοινή ησυχία.
Ανηφόρισα από τη Σερίφου. Το περίπτερο της κυρίας Γιώτας μπροστά μου. Κάποτε, θυμήθηκα, της ζήτησα να πάρω ένα τηλέφωνο στην Αθήνα, στη δουλειά της μάνας μου, γιατί είχα ξεμείνει από λεφτά και δεν είχα μαζί μου κλειδιά να μπω στο σπίτι. Αστικό τηλέφωνο ήταν, τότε τα υπεραστικά χρεώνονταν ακριβότερα, για δε κινητό από σταθερό ούτε λόγος. Η κυρία Γιώτα μου αρνήθηκε. Δεν είχε, είπε, τηλέφωνο, της το είχαν κόψει. Πάω στοίχημα ότι, αν είχα επάνω μου 100 δραχμές, η σύνδεση θα επανερχόταν, ω του θαύματος.
Κάπου εκεί η περιήγησή μου στο τετράγωνο που αποτέλεσε τη δική μου βάση ολοκληρώθηκε. Χωροταξικά δεν είχε μείνει κάτι άλλο να κάνω πια εκεί.  Έφυγα με σκυμμένο το κεφάλι. Μα να μη δω ούτε ένα γνωστό! Η αλήθεια είναι ότι πήγα και σε κάποιες πολυκατοικίες, εκεί που έμεναν παλιά φίλοι ή γνωστοί μου, και έψαξα, κρυφά σχεδόν, τα ονόματα στα κουδούνια. Δεν είδα κάποιο όνομα γνωστό… Σκέφτηκα ότι ακόμα και οι γνωστοί μου, οι σημερινοί μου φίλοι, η γυναίκα μου, όταν μιλάω για τα παιδικά μου χρόνια, στο μυαλό τους φέρνουν ως γειτονιά μου την, διπλανή, Πλ. Αμερικής. Σαν να έχει πλέον χαθεί οριστικά εκείνη η εικόνα μου, του παιδιού που μεγάλωσε στην Πλ. Κολιάτσου, την περίοδο που η Ελλάδα έθετε τα θεμέλια της σημερινής πολυπολιτισμικότητας. Τότε ξεκίναγε και ένα από τα λίκνα της διεργασίας αυτής ήταν και η Πλ. Κολιάτσου. Κάτι από την εποχή εκείνη έχει πεθάνει. Το γνωρίζω πλέον καλά, τίποτα από εμένα δεν ζει πια εκεί. Τίποτα από εμένα δεν υπάρχει, επίσης, εκεί, παρά μόνο όταν κάποια βήματα θα με ωθούν προς τη γωνιά εκείνη της Αθήνας. Τότε μόνο, περιστασιακά και ευκαιριακά, θα απαντούμε. Αλλά, τίποτα δεν πάει χαμένο ποτέ. Και ας μην υπάρχει πλέον αυτή η εκδοχή του τετραγώνου, η καρφωμένη στο μυαλό μου, καθώς χάθηκε στο πέρασμα του χρόνου με τρόπο φυσικό και εξελίχθηκε σε κάτι άγνωστο για εμένα πλέον, δεν σημαίνει ότι δεν ζει εκεί ακόμα. Κι ένα μέρος του θα ζει μέσα μου και μέσα σε όλους όσοι κάποτε υπήρξαμε εκεί. Σαν βουβός δεσμός, σαν εικόνα παιδική. Και το τετράγωνο αυτό θα ζει για πάντα. Και θα δημιουργεί, θα διαμορφώνει, θα αναπνέει, θα ελπίζει, θα γοητεύει και θα γοητεύεται, θα απογοητεύει και θα απογοητεύεται.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου